Eν μέσω των πρωτοφανών συνθηκών που δημιουργεί η τριπλή κρίση, αφενός της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους, αφετέρου του πολέμου στην Ουκρανία που ανατρέπει τα πάντα, ταυτόχρονα όμως και η κλιματική κρίση, η ελληνική βιομηχανία καλείται να δώσει τον δικό της πολύπλευρο αγώνα. Έναν αγώνα επιβίωσης, με στόχο τη διατήρηση και επαύξηση κατά το δυνατό των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η ευρωπαϊκή οικονομία και βιομηχανία ετοιμάζεται να πληρώσει το βαρύ τίμημα της προσαρμογής στους φιλόδοξους, αλλά και αναμφισβήτητα αναγκαίους, στόχους της κλιματικής ουδετερότητας.

Στην πραγματικότητα προτού ακόμη ξεπεραστεί το σοκ της πανδημίας, το μέγεθος της πρόκλησης είναι μεγάλο και μεγεθύνεται στο βαθμό που οι απρόβλεπτες γεωπολιτικές εξελίξεις διαμορφώνουν ένα νέο και άγνωστο τοπίο.

Έτσι, το μόνο βέβαιο σήμερα είναι ότι η «επόμενη μέρα» είναι γεμάτη… αβεβαιότητες, με μόνη εξαίρεση την ανάγκη συλλογικής κινητοποίησης και δράσης απέναντι στις ραγδαία επιταχυνόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. με το Green Deal και τη δέσμη μέτρων του Fit for 55 προχωρεί σε μια ιστορικών διαστάσεων μεταρρύθμιση με σοβαρό κόστος για την ανταγωνιστικότητα συνολικά της ευρωπαϊκής οικονομίας και δη των πλέον παραγωγικών πυλώνων της.

Όλα αυτά αναδείχθηκαν κατά την χθεσινή ψηφιακή εκδήλωση του Συμβουλίου του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, με θέμα «Κλιματικοί στόχοι και διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων». Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν τα ευρήματα σχετικής μελέτης του ΙΟΒΕ.

Τι προβλέπουν οι αλλαγές

Οι αλλαγές που προτείνονται αφορούν σε αναθεώρηση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) και στην εισαγωγή του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ), κινήσεις που συνεπάγονται τη σημαντική αύξηση του κόστους εκπομπών CO2, γεγονός που εντείνει την πίεση στην ανταγωνιστικότητα των εγκαταστάσεων στην Ε.Ε.

Στόχος από την εφαρμογή του ΜΣΠΑ είναι να επιβαρύνει την τιμή των εισαγωγών περιορισμένου αριθμού προϊόντων υψηλής έντασης εκπομπών με βάση την περιεκτικότητά τους σε άνθρακα (τσιμέντο, αλουμίνιο, σίδηρος-χάλυβας, λιπάσματα, ηλεκτρική ενέργεια). Σύμφωνα με την πρόταση Κανονισμού της Ε.Ε., οι εισαγωγείς θα παρέχουν στοιχεία (τύπος, ποσότητες, χώρα προέλευσης, χρησιμοποιούμενος υπολογισμός για τις εκπομπές) για τα προϊόντα που εισάγουν σε μια αρχή που θα συσταθεί για τον σκοπό αυτό. Οι εισαγωγείς θα αγοράζουν ψηφιακά πιστοποιητικά (ανά τόνο εκπομπών CO2) που θα αντιστοιχούν στις ενσωματωμένες άμεσες εκπομπές των προϊόντων που εισάγουν. Η τιμή των πιστοποιητικών θα συνδέεται με το κόστος της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2 στην Ε.Ε. (ΣΕΔΕ) και ειδικότερα με τη μέση τιμή των δημοπρασιών δικαιωμάτων CO2 κάθε εβδομάδας.

Συγχρόνως, όμως, προβλέπονται αλλαγές και τελικά κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων στους συγκεκριμένους τομείς/προϊόντα μέχρι το 2035.

Όπως τονίζει ο ΣΕΒ, αν δεν σταθμιστεί η κλιματική φιλοδοξία με την ανταγωνιστικότητα, η απώλεια μεριδίων αγοράς, θα οδηγήσει σε μειωμένη οικονομική δραστηριότητα, και λιγότερες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη και στη χώρα μας. Αλλά και κλιματικά το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό, με αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς η παραγωγή μεταφέρεται σε χώρες χωρίς, ή με λιγότερο ισχυρές, κλιματικές δεσμεύσεις και στόχους.

Οι επιπτώσεις για την ελληνική βιομηχανία

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ) που προτείνεται, μέσω των αλλαγών που συνεπάγεται στο Σύστημα Εμπορίας δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), ως έχει σήμερα θα προκαλέσει:

-Επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν στο νέο πλαίσιο, από €197 εκατ. το 2023, που σταδιακά φτάνει στο ύψος των €1,1 – €1,3 δισ. το 2035 μόνο για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών που χάνονται λόγω της εφαρμογής του.

-Σε περίπτωση ένταξης και των έμμεσων εκπομπών στον ΜΣΠΑ, η οποία θα συνεπάγεται αλλαγή και στο καθεστώς παροχής αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών θα προκύψει επιπλέον επιβάρυνση €225 εκατ. ετησίως κατά μέσο όρο μετά το 2026.

-Ως αποτέλεσμα της απώλειας μεριδίων στις αγορές, λόγω του κλιματικού αυτού ανταγωνιστικού μειονεκτήματος, η επιβάρυνση στο ΑΕΠ, κλιμακώνεται σε €1,7 δισ. το 2035.

-Αντίστοιχα, η απασχόληση πλήττεται με απώλεια που ξεπερνά τις 25,4 χιλ. θέσεις εργασίας το 2035 σε όλο το φάσμα επιχειρηματικής δραστηριότητας.

-Στο σενάριο πλήρους απώλειας των εξαγωγών των συγκεκριμένων κλάδων προς τρίτες χώρες, η συνολική επιβάρυνση στο ΑΕΠ φτάνει τα €5,1 δισ. το 2035 και η επίπτωση στην απασχόληση σε απώλεια 81,9 χιλ. θέσεων εργασίας.

Η διατήρηση των δωρεάν δικαιωμάτων αποτελεί το ελάχιστο αντίμετρο στα παραπάνω. Εφόσον παραμείνει:

-Περιορίζεται η επιβάρυνση των κλάδων που πλήττονται κατά €290 – €500 εκατ. ετησίως το 2035 (ή κατά 26,1% – 38,2%).

Μετριάζονται οι απώλειες στο ΑΕΠ κατά €650 εκατ. (ή κατά 38,2%) επιπτώσεις στην απασχόληση κατά 8,0 χιλιάδες θέσεις εργασίας (ή κατά 31,5%).

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ

-Το έλλειμμα δικαιωμάτων άμεσων εκπομπών CO2 φτάνει σωρευτικά τα 109,8 εκατ. δικαιώματα εκπομπών CO2 την περίοδο 2021-2035, ενώ αυξάνεται στα 116,8 εκατ. δικαιώματα εκπομπών στην περίπτωση που συμπεριληφθούν στον ΜΣΠΑ όλοι οι κλάδοι που αντιμετωπίζουν κίνδυνο «διαρροής άνθρακα». Η διατήρηση της δωρεάν κατανομής με πιο αυστηρούς όρους εκτιμάται ότι θα περιόριζε το σωρευτικό έλλειμμα δικαιωμάτων στα 92,6 εκατ.

-Το πρόσθετο κόστος των άμεσων εκπομπών CO2 για τους εγχώριους βιομηχανικούς κλάδους που υπόκεινται σε κίνδυνο «διαρροής άνθρακα» εκτιμάται σωρευτικά σε €8,55 δισ. την περίοδο 2021-2035, ενώ η κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων για το σύνολο των κλάδων «διαρροής άνθρακα» αυξάνει τη σωρευτική διαφορά κόστους στα €9,17 δισ. Η διατήρηση της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκτιμάται ότι θα περιόριζε το σωρευτικό κόστος στα €7,10 δισ.

-Οι έμμεσες εκπομπές CO2 των βιομηχανικών κλάδων «διαρροής άνθρακα» για την περίοδο 2021-2035 εκτιμάται ότι θα τείνουν να μειώνονται καθώς θα μειώνεται αντίστοιχα ο μέσος συντελεστής εκπομπών CO2 στο εγχώριο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής και παράλληλα θα βελτιώνεται η αποδοτικότητα στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, εξαιτίας του βασικού σχεδιασμού των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρισμού (marginal pricing), το έμμεσο κόστος εκπομπών αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα τουλάχιστον έως το τέλος της δεκαετίας. Ως αποτέλεσμα, ενδεχόμενη έλλειψη αντιστάθμισης στο μέλλον, με τις υψηλότερες τιμές δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που φαίνεται ότι θα επικρατούν, θα αύξανε σημαντικά το κόστος των έμμεσων εκπομπών για τις βιομηχανίες εντάσεως ηλεκτρικής ενέργειας, σε 354 εκατ. ευρώ το 2025 (από 163 εκατ. ευρώ με αντιστάθμιση) και 225 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο την περίοδο 2026-2035.

Οι 5 απαραίτητες παρεμβάσεις

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης ο κίνδυνος της «διαρροής άνθρακα» για τη χώρα μας, είναι ιδιαίτερα σημαντικός και αφορά κλάδους που παράγουν το 27% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της μεταποίησης, ενώ απασχολούν περίπου 57 χιλ. εργαζόμενους (16% της συνολικής απασχόλησης στη μεταποίηση).

Πρόκειται για κλάδους με έντονη εξωστρέφεια, υψηλή ένταση κεφαλαίου και υψηλή παραγωγικότητα εργασίας χαρακτηριστικά που αποτελούν άλλωστε ζητούμενο για το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα της Ελλάδας και την επίτευξη του στόχου για αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας στο 15% του ΑΕΠ το 2030. Η εξωστρέφεια των κλάδων αυτών είναι πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ από το 2010 συνεισφέρουν σταθερά πάνω από το 40% στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, με το μεγαλύτερο μέρος τους να κατευθύνεται σε χώρες εκτός Ε.Ε.
Για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, με ταυτόχρονη προστασία της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, το Συμβούλιο ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη αναγνωρίζει ως απαραίτητες 5 βασικές θέσεις:

1. Εφαρμογή του προτεινόμενου Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα ως συμπληρωματικού και όχι ως εναλλακτικού μέτρου της δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων, στο πλαίσιο λειτουργίας του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών

2. Επιστροφή του επιπλέον κόστους άνθρακα που επιβαρύνονται οι παραγωγοί εντός Ε.Ε. για τις εξαγωγές σε τρίτες χώρες

3. Διατήρηση της αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών. Οι έμμεσες εκπομπές θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα μόνο όταν το κόστος τους θα έχει περιοριστεί σημαντικά, ως αποτέλεσμα αυξημένου ποσοστού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.

4. Θωράκιση του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα ώστε να προστατεύονται οι ευρωπαϊκές εταιρείες από πρακτικές παράκαμψής του, όπως π.χ. μέσω εισαγωγών μόνο από συγκεκριμένες μονάδες παραγωγής χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος ή μέσω εισαγωγών ημικατεργασμένων προϊόντων.

5. Θέσπιση μέτρων χρηματοδοτικής στήριξης για την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών και διασφάλιση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση από την αγορά.

Στην εκδήλωση χαιρετισμό απηύθυνε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας, ενώ στο πάνελ συζήτησης συμμετείχαν ο κ. Γιώργος Ζερβός, Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ταμείου Συνοχής, ο κ. Πέτρος Βαρελίδης, Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, η κα. Μαρία Σπυράκη, Μέλος Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημοσίας Υγείας και Τροφίμων (ENVI), Μέλος Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και Συμπρόεδρος του Κοινοβουλευτικού Intergroup για την Κλιματική Αλλαγή, τη Βιοποικιλότητα και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, ο κ. Πέτρος Κόκκαλης, Ευρωβουλευτής Περιβάλλοντος, Δημοσίας Υγείας και Τροφίμων και ο κ. Ανδρέας Σιάμισιης, Πρόεδρος, του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.