Ο τίτλος στην τελευταία ανάλυση του κόστους για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών (net-zero), από την McKinsey & Co., είναι ένα εκπληκτικό ποσό 9,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο, από τώρα έως το 2050. Πρόκειται για ένα μεγάλο σύνολο επενδύσεων ύψους 275 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ενεργειακά assets και συστήματα χρήσης γης  από τη γεωργία έως τη δασοκομία.

Αυτοί οι αριθμοί είναι μεγαλύτεροι από ό,τι είχαν υποθέσει ορισμένες προηγούμενες εκτιμήσεις, υποδεικνύοντας το εύρος της πρόκλησης. Σε σχέση με το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας, μπορεί να φαίνονται ακόμη μεγαλύτεροι καθώς ισούνται μεταξύ 6% και σχεδόν 9% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής.

Η πρόκληση ως ευκαιρία

Αλλά όσο πιο προσεκτικά κοιτάξει κανείς αυτό το συγκεκριμένο σύνολο τρισεκατομμυρίων δολαρίων, τόσο μικρότεροι γίνονται οι αριθμοί, μετατρέποντας την πρόκληση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια σε παγκόσμια ευκαιρία, όπως γράφει για το Bloomberg ο καθηγητής στο Columbia Business School, Gernot Wagner.

Το ένα, το ποσό των 9,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων περιλαμβάνει τις συνολικές ετήσιες επενδύσεις, δηλαδή τις τρέχουσες και τις νέες δαπάνες μαζί. Ο κόσμος ξοδεύει τώρα περίπου 3,7 τρισεκατομμύρια δολάρια σε αυτό που η έκθεση αποκαλεί «περιουσιακά στοιχεία υψηλών εκπομπών», όπως η εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, η διύλιση και η παραγωγή ενέργειας, η παραγωγή τσιμέντου και χάλυβα και τα βενζινοκίνητα οχήματα. Η McKinsey εκτιμά ότι περίπου ένα από αυτά τα τρισεκατομμύρια θα μπορούσε να μεταφερθεί σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλών εκπομπών όπως η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ο σύγχρονος εξηλεκτρισμός κτιρίων και τα ηλεκτρικά οχήματα.

Όλα αυτά μειώνουν τις πραγματικά νέες δαπάνες σε «μόνο» 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως—αλλά ακόμη και αυτό είναι μια υπερεκτίμηση των πρόσθετων δαπανών που απαιτούνται για να φτάσουμε σε καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι τα μέσα του αιώνα, και έτσι να έχουμε την ευκαιρία να περιορίσουμε την παγκόσμια μέση αύξηση της θερμοκρασίας στο κατώφλι του 1,5 βαθμού Κελσίου.

Οι «προκαταβολικές» επενδύσεις

Οι εκτιμήσεις της McKinsey βασίζονται σε σενάρια για το κλίμα που αναπτύχθηκαν από το Network for Greening the Financial System, μια κοινοπραξία περισσότερων από 60 Κεντρικών Τραπεζών και νομισματικών αρχών. Το σενάριο του net-zero έως το 2050 που οδηγεί σε επιπλέον ετήσιο κόστος 3,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων δεν μπορεί να σταθεί μεμονωμένα. Αντίθετα, πρέπει να συγκριθεί με τις τρέχουσες πολιτικές που ήδη οδηγούν σε πρόσθετες επενδύσεις κυρίως (αν και όχι αποκλειστικά) σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Συνολικά, η διαφορά μεταξύ των τρεχουσών πολιτικών και του net-zero έως το 2050 είναι μόνο 25 τρισεκατομμύρια δολάρια σε συνολικές δαπάνες τα επόμενα 30 χρόνια, ή λιγότερο από επιπλέον 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως κατά μέσο όρο.

Υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά: Το μονοπάτι net-zero αυξάνει τις δαπάνες αυτή τη δεκαετία, φτάνοντας το ετήσιο μέγιστο των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων τη δεκαετία του 2030, προτού μειωθεί στη συνέχεια. Το τρέχον σενάριο πολιτικής προϋποθέτει μια πολύ πιο αργή άνοδο, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του έως το 2050. Ουσιαστικά, η πορεία προς τις καθαρές μηδενικές εκπομπές επιβαρύνει τις επενδύσεις. Ο λόγος είναι αυτό που ο Saul Griffith, συγγραφέας του Electrify, περιγράφει ως τη στροφή από τα καύσιμα στο κεφάλαιο: προκαταβολικές επενδύσεις για εξοικονόμηση κόστους καυσίμων αργότερα.

Αυτή η εξοικονόμηση κόστους καυσίμων δεν περιλαμβάνει ακόμη καν τη «δευτερεύουσα λεπτομέρεια» της σωτηρίας του πλανήτη με τη μείωση των κλιματικών κινδύνων. Μια άλλη έκθεση που μόλις δημοσιεύτηκε, από την Aon Plc, βρήκε περίπου 330 δισεκατομμύρια δολάρια σε οικονομικές απώλειες που σχετίζονται με τον καιρό και το κλίμα μόνο το 2021.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δρομολογήσει ένα stress test για το κλίμα που δείχνει ότι μέσα σε ένα μόνο έτος υπάρχουν απώλειες έως και 45% της αξίας για σπίτια που εκτίθενται σε πλημμύρες, πυρκαγιές και άλλους κλιματικούς κινδύνους. Οι συνολικές παγκόσμιες κλιματικές ζημιές ξεπερνούν εύκολα το κόστος δράσης, δικαιολογώντας τον περιορισμό των θερμοκρασιών στους 1,5°C μέσω καθαρής οικονομικής συλλογιστικής.

Το πολιτικό εμπόδιο και τα πολλαπλά οφέλη

Η σύγκριση του κόστους τώρα με τα οφέλη αργότερα είναι ακριβώς το πολιτικό εμπόδιο της μετάβασης σε επενδύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα και υψηλής απόδοσης. Κάποιος πρέπει όντως να ξοδέψει τα χρήματα τώρα.

Ο Julio Friedmann, ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, υποστηρίζει εύγλωττα ότι υπάρχουν ουσιαστικά δύο πηγές χρημάτων για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια: «οι φορολογούμενοι και οι μέτοχοι». Η μετακύλιση του αυξημένου κόστους ενέργειας στους καταναλωτές συνεπάγεται ότι αυτοί πληρώνουν το λογαριασμό. Η εναλλακτική είναι να πληρώσουν είτε οι κυβερνήσεις, -εν τέλει δηλαδή πάλι οι φορολογούμενοι-, είτε οι μέτοχοι. Κάθε πολιτικός αγώνας για την πολιτική για το κλίμα αφορά το ποιος πληρώνει.

Η έκθεση McKinsey καθιστά σαφές ότι οι πολιτικοί πονοκέφαλοι αξίζουν τον αγώνα. Εξάλλου, η μετάβαση συνεπάγεται περισσότερες επενδύσεις, περισσότερη οικονομική ανάπτυξη και επίσης περισσότερες θέσεις εργασίας, χωρίς να αναφερθούμε στα άλλα οφέλη, όπως ένας πιο βιώσιμος πλανήτης και νεότερες τεχνολογίες, από καλά μονωμένα σπίτια έως καλύτερους και πιο αποτελεσματικούς τρόπους μεταφοράς.