Το Τσίνοβετς, ένα μικρό χωριό στα σύνορα Τσεχίας – Γερμανίας, περίπου 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Πράγας, βρίσκεται πάνω σε έναν θησαυρό. Στο υπέδαφος της περιοχής αυτής υπάρχει περίπου το 3-5% των παγκόσμιων αποθεμάτων λιθίου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο κοίτασμα στην Ευρώπη.

Κατά τα τελευταία χρόνια το ελαφρύ μέταλλο έχει αποκτήσει τεράστια σημασία. Χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για την παραγωγή μπαταριών, γεγονός που καθιστά το λίθιο απαραίτητο για την ενεργειακή μετάβαση και την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης.

Σήμερα οι τιμές για τη συγκεκριμένη πρώτη ύλη είναι ιδιαιτέρως υψηλές και η εξόρυξή του κερδοφόρα. Γι’ αυτό και οι εξορύξεις λιθίου θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πάντα για την Τσεχία. Σύμφωνα με ανάλυση του Τσεχικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, η χώρα έχει εξαντλήσει όλες τις υπόλοιπες πηγές ανάπτυξης.

Ως εκ τούτου, απειλείται με οικονομική στασιμότητα τα επόμενα χρόνια. Η εξόρυξη λιθίου, ωστόσο, θα μπορούσε να δώσει νέα ώθηση στην τσεχική οικονομία, όπως ελπίζει ο πρωθυπουργός Πετρ Φιάλα, ο οποίος προωθεί τις στρατηγικές επενδύσεις για την εξόρυξη και επεξεργασία λιθίου ως κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας.

1.000.000 μπαταρίες λιθίου ετησίως

Το χωριό Τσίνοβετς βρίσκεται στη μέση μιας περιοχής εξόρυξης. Μεταλλεύματα εξορύσσονταν εκεί ήδη από τον 13ο αιώνα, ενώ το 1940 ξεκίνησαν εξορύξεις βολφραμίου και κασσιτέρου. Οι αρχικές έρευνες κατά τη δεκαετία του 2010 έδειξαν ότι οι ποσότητες λιθίου ήταν σημαντικές.

Τόσο εκεί, όσο και στην άλλη πλευρά των γερμανοτσεχικών συνόρων, στο Ζίνβαλντ, όπου βρίσκεται ένα μικρότερο μέρος των αποθεμάτων. Η Τσεχία έχει ήδη υπογράψει συμφωνία με τη Σαξονία για πιθανή συνεργασία στην εξόρυξη λιθίου. Από τσεχικής πλευράς τις εξορύξεις θα αναλάβει η κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία Czech Energy Works (CEZ).

Οι μελέτες δείχνουν πως θα ήταν δυνατή η εξόρυξη 2,25 εκατομμυρίων τόνων μεταλλεύματος ετησίως, με την παραγωγή υδροξειδίου του λιθίου να φτάνει σχεδόν τους 30.000 τόνους. Η εν λόγω ποσότητα θα επαρκεί με τη σειρά της για την παραγωγή σχεδόν 1.000.000 μπαταριών λιθίου.

Διαβάστε τη συνέχεια στην DW