«Οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν παράγουν, αλλά διαχειρίζονται το κόστος στην υγεία». Αυτό τόνισε η γενική διευθύντρια της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), κυρία Μαργαρίτα Αντωνάκη, στο πλαίσιο του Insurance Intermediaries Forum, χαρακτηρίζοντας ως μία «ισορροπημένη λύση» την ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης για τις αναπροσαρμογές στα ασφάλιστρα των μακροχρόνιων συμβολαίων.

«Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Αυτή η αύξηση δεν έγινε από μόνη της, έπαιξαν ρόλο μία σειρά από παράγοντες, όπως η πρόοδος της ιατρικής, των διαγνωστικών εξετάσεων, των φαρμάκων. Όλα αυτά έχουν ένα κόστος. Και, μάλιστα, σημαντικό. Η ασφαλιστική εταιρία δεν παράγει κόστος, είναι στο τέλος αυτής της αλυσίδας. Το πληρώνει και στη, συνέχεια το διαχειρίζεται», ανέφερε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Το ζήτημα του τρόπου αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων στα μακροχρόνια συμβόλαια υγείας είναι χρόνιο. Η ρύθμιση που ψηφίστηκε πρόσφατα αποτελεί μία ισορροπημένη λύση. Μία λύση που πραγματικά κρατάει αποστάσεις από όλες τις πλευρές και ενισχύει τη διαφάνεια που πρέπει να έχει ο καταναλωτής, όταν καλείται να πληρώσει κάτι και, βεβαίως, και την έγκαιρη ενημέρωση».

Σύμφωνα με την ίδια, ένα από τα προβλήματα που είχαν οι ασφαλιστικές εταιρίες όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν ότι ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, αλλά και της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, βασίζονταν στον υποδείκτη της ΕΛΣΤΑΤ. «Ένας δείκτης που είναι παντελώς ακατάλληλος, για να μετρήσει την μεταβολή κόστους των προγραμμάτων υγείας», εξήγησε και συνέχισε: «Προκειμένου, λοιπόν, να μιλήσουν με διαφάνεια στους καταναλωτές οι ασφαλιστικές εταιρίες αναγκάστηκαν να διαμορφώσουν – μέσω του ΙΟΒΕ – δείκτες που στηρίζονται πάνω στα πραγματικά τιμολόγια».

Τέλος, όπως τόνισε η κυρία Αντωνάκη, ένα σημαντικό στοιχείο της νέας ρύθμισης είναι η έγκαιρη ενημέρωση του καταναλωτή. «Η εταιρία πρέπει να αιτιολογήσει λεπτομερώς και σε χρόνο πολύ έγκαιρο για την αύξηση», κατέληξε.

«Προφανώς και οι εταιρίες δεν παράγουν κόστος. Έχουν, όμως, την ευθύνη της θεματοφυλακής», σχολίασε από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Μεσιτών Ασφαλίσεων (ΣΕΜΑ), κ. Μιχάλης Τζωρτζωρής. «Η εταιρία, δηλαδή, θα πρέπει να φροντίσει με τα εργαλεία, τα οποία διαθέτει και σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα να διαφυλάξει την αύξηση του κόστους. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε προϊόντα, τα οποία τελικά θα τα απολαμβάνουν μόνον οι πλούσιοι. Πρέπει να έχουμε προϊόντα, τα οποία θα μπορεί να τα αποκτήσει και μία οικονομικά ασθενέστερη ομάδα», σημείωσε χαρακτηριστικά, κάνοντας λόγο για τους εξής δύο δείκτες:

Το μέσο κόστος της νοσηλείας, το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο, αυξάνεται τα τελευταία χρόνια και αυτό έχει μία λογική, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιατρική τεχνολογία εξελίσσεται. «Μετράμε ένα μέσο κόστος αύξησης 16% από το 2011 έως το 2018», πρόσθεσε.

Την αύξηση της συχνότητας. «Αυτός ο δείκτης μου κάνει τρομερή εντύπωση. Ξαφνικά αρρωσταίνουμε περισσότερο. Και, μάλιστα, η αύξηση της συχνότητας είναι στο 18%. Αυτά τα δύο αθροιστικά δημιουργούν μία ετήσια αναπροσαρμογή της τάξεως του 6,5%», ανέφερε, για να καταλήξει: «Την ίδια στιγμή, το κράτος έρχεται και επιβαρύνει αυτά τα προγράμματα με φόρους. Όταν μία δαπάνη στο νοσοκομείο επιβαρύνεται με ΦΠΑ αυτό το κόστος τελικά μετακυλίεται στον καταναλωτή. Πολλές φορές, λοιπόν, οι αυξήσεις δεν έχουν να κάνουν με την πρόοδο της ιατρικής, αλλά με την φορολόγηση. Όταν αυξάνεται ο φόρος κύκλου εργασιών στα ασφαλιστικά προγράμματα έχουμε αυξήσεις».