Sponsored Content

Η ενέργεια δεν είναι ο μοναδικός τομέας, από τον οποίο η Ελλάδα και κατ’ επέκταση η Ευρώπη οφείλουν να απεξαρτηθούν από τρίτες χώρες. Το ίδιο ισχύει και με την παραγωγή φαρμάκου που, όπως αποδείχθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η εξάρτηση από χώρες κυρίως της Ασίας είναι τεράστια.

Πιο αναλυτικά, το ξέσπασμα της πανδημίας που οδήγησε στη λήψη αναγκαστικών μέτρων, με αποκορύφωμα την επιβολή lockdowns σε Ινδία και Κίνα, είχαν άμεση επίδραση, τόσο στην παραγωγή, όσο και στη διακίνηση φαρμάκων, δραστικών ουσιών και πρώτων υλών στη διεθνή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, δεν άργησαν να φανούν και οι πρώτες ελλείψεις σε αναισθητικά, αντιβιοτικά, αναλγητικά και άλλα φάρμακα, με το πρόβλημα να γιγαντώνεται όσο βάθαινε η υγειονομική κρίση. Υπό αυτή την πίεση, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει την πολιτική υγείας, δίνοντας έμφαση στην επάρκεια σε προσιτά φάρμακα και αναγνωρίζοντας ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ενίσχυσης της φαρμακοβιομηχανίας σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Στην Ελλάδα, πάντως, ο κλάδος εξακολουθεί να κρατά τα ηνία ως ένας από τους σημαντικότερους της οικονομίας, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο στοίχημα της επάρκειας του εγχώριου – και όχι μόνο – συστήματος υγείας, με κύριο γνώμονα τη βελτίωση της ζωής των ασθενών. Ενδεικτικό αυτού είναι το γεγονός ότι μέσα σε πέντε χρόνια κατάφερε να διπλασιάσει την αξία των παραγόμενων σκευασμάτων – από 953 εκατ. ευρώ το 2017 σε 1,87 δισ. ευρώ πέρυσι – επίδοση που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ. Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, δε, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, δαπανούν για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) το 8% της συνολικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2020), ενώ την περίοδο 2002-2022 διενήργησαν 3.830 κλινικές (2.250 ολοκληρωμένες) μελέτες ανεξαρτήτου φάσης ή σταδίου.

Τον δρόμο, άλλωστε, προς τη φαρμακευτική απεξάρτηση της Ευρώπης από τις χώρες κυρίως της Ασίας – μιας και το 60% της παγκόσμιας παραγωγής δραστικών ουσιών, μεταξύ αυτών και των αντίστοιχων γενόσημων, πραγματοποιείται σε Ινδία και Κίνα – έδειξε πρώτη μία ελληνική φαρμακοβιομηχανία.

Ο λόγος για τη DEMO, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας κάλυψε παραγωγικά τις ανάγκες για φάρμακα, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και λοιπών ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας, ενώ σήμερα, προχωρά ένα βήμα παραπέρα, επεκτείνοντας τις παραγωγικές της δυνατότητες και στον τομέα των πρώτων υλών και φαρμακευτικών σκευασμάτων χημικής προέλευσης.

Ειδικότερα, η DEMO υλοποιεί πολύπλευρο επενδυτικό πλάνο, ύψους άνω των 350 εκατ. ευρώ, με έναν από τους βασικούς πυλώνες να είναι η ανάπτυξη και παραγωγή α’ υλών φαρμάκων. Αυτό, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την ίδρυση ενός νέου Κέντρου Έρευνας & Ανάπτυξης στη Θεσσαλονίκη, τη δημιουργία νέας – πρωτότυπης – μονάδας στην Τρίπολη για την παραγωγή δραστικών σκευασμάτων (APIs) και τη δημιουργία εκ του μηδενός του κλάδου της Βιοτεχνολογικής Παραγωγής Φαρμάκων στην Ελλάδα, με τη λειτουργία ενός σύγχρονου Ερευνητικού Κέντρου Βιοτεχνολογίας στον Άγιο Στέφανο Αττικής. Με το σχέδιο αυτό των τριών σημείων η DEMO, εκτός του ότι επεκτείνει την παρουσία της στις αγορές της Ευρώπης, αλλά και των ΗΠΑ, παράλληλα απαντά με πράξεις στην ανάγκη ενδοκοινοτικής παραγωγής δραστικών ουσιών, επιτρέποντας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο σύνολο των χωρών της Γηραιάς Ηπείρου, να απεξαρτηθούν από τις τρίτες χώρες. Είναι, μάλιστα, η πρώτη φορά που μία ελληνική φαρμακοβιομηχανία εισέρχεται στην αγορά των πρώτων υλών, γεγονός που καθιστά το εγχείρημα ακόμη πιο σημαντικό.

Οι ελλείψεις φαρμάκων που σημειώθηκαν σε διεθνές επίπεδο σχεδόν ταυτόχρονα με το ξέσπασμα της πανδημίας κατέδειξαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο την ανάγκη και συνάμα την υποχρέωση της Ευρώπης να εστιάσει στην παραγωγή πρώτων υλών, ενισχύοντας τις «ντόπιες» φαρμακοβιομηχανίες και άρα, μειώνοντας την έκθεση σε Κίνα και Ινδία. Και μολονότι αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί από τη μία μέρα στην άλλη, η προσπάθεια της DEMO αποτελεί μία καλή αρχή που θα οδηγήσει σταδιακά στην επίτευξη του στόχου.