Είναι ένα ηχηρό μήνυμα που δείχνει ότι έρχεται το «τέλος εποχής» για το παγκόσμιο ενεργειακό status, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα;

Αν και είναι νωρίς για να ισχυριστεί κάποιος ότι φτάνουμε στην απεξάρτηση της διεθνούς οικονομίας από το πετρέλαιο, οι εξελίξεις γύρω από την Saudi Aramco και όχι μόνο, θα πρέπει να ερμηνευτούν υπό το πρίσμα της εντεινόμενης πίεσης που ασκεί η απειλή της κλιματικής αλλαγής. Δηλαδή, σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου οι κρίσεις είχαν να κάνουν με τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης του «μαύρου χρυσού», τώρα το κέντρο βάρους μετατοπίζεται σε ένα διαφορετικό πεδίο που αφορά το ίδιο το μέλλον του πλανήτη. Κάτι που χωρίς να αμφισβητεί τη διάσταση του «χρυσού», προτάσσει πλέον το «μαύρο» σε επίπεδο περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σαουδαραβικός γίγαντας της παγκόσμιας αγοράς, σε μια συγκυρία όπου πυκνώνουν οι διεργασίες στην κατεύθυνση της απανθρακοποίησης και ενός διαφορετικού μοντέλου, προχωρά με γοργά βήματα στη δική του «αλλαγή σελίδας».

Η πρόσφατη «τροχιοδεικτική βολή» του πρίγκιπα Σαλμάν για τις συζητήσεις περί πώλησης του 1% της Aramco, αξίας 19-20 δις δολαρίων, είναι το αποκορύφωμα, αλλά έχουν προηγηθεί κι άλλες κινήσεις που συμπληρώνουν το παζλ.

Από την εισαγωγή του κρατικού ομίλου των 1,9 τρισ. δολαρίων, στο Χρηματιστήριο, το 2019, με την μεγαλύτερη ΙΡΟ στην ιστορία και με την πώληση του 2% να συγκεντρώνει σχεδόν 30 δις δολ., -τα οποία μεταφέρθηκαν στο κρατικό fund για τη στήριξη επενδύσεων διαφοροποίησης της σαουδαραβικής οικονομίας-, μέχρι την υπογραφή συμφωνίας, στις αρχές Απριλίου, ύψους 12,4 δισ. δολ. με μια κοινοπραξία επενδυτών υπό την ηγεσία της αμερικανικής EIG Global Energy Partners, που αποκτά το 49% της νεοσυσταθείσας Aramco Oil Pipelines Co, δηλαδή του βραχίονα ο οποίος ελέγχει τους αγωγούς πετρελαίου της Aramco. Σύμφωνα με πληροφορίες κάτι αντίστοιχο έρχεται και για τους αγωγούς φυσικού αερίου.

Ο πόλεμος τιμών, η πανδημία και οι νέες ισορροπίες

Είναι σαφές ότι όλα αυτά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο με στόχο τη σταδιακή στροφή του πετρελαϊκού γίγαντα και της ίδιας της Σαουδικής Αραβίας (και) προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Ο ίδιος, άλλωστε, ο ισχυρός διάδοχος του θρόνου έχει ήδη ταράξει τα νερά προβάλλοντας την ανάγκη προετοιμασίας της χώρας για τη μετα-πετρέλαιο εποχή στη βάση του φιλόδοξου Προγράμματος Vision 2030.

Δεν είναι όμως μόνο η Σαουδική Αραβία. Το τελευταίο διάστημα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, το Ομάν και το Κουβέιτ έχουν επιταχύνει τα πλάνα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για να πουλήσουν ενεργειακά assets ή να εκδώσουν ομόλογα βασισμένα σε αυτά. Το «επείγον» της υπόθεσης εδράζεται ακριβώς στο παγκόσμιο και μη…αναστρέψιμο πλέον εγχείρημα της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Κάτι που ωθεί τους σεΐχηδες να αναζητούν νέα κεφάλαια προκειμένου να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους.

Η συγκυρία είναι ευνοϊκή καθώς, από την άλλη πλευρά, τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν ευκαιρίες για να ξεφύγουν από το «καθεστώς» των χαμηλών επιτοκίων. Υπενθυμίζεται ότι από πέρυσι το καλοκαίρι δύο από τα μεγαλύτερα funds, η Apollo Global Management και η Brookfield Asset Management έχουν «ρίξει» περί τα 15 δις δολ. στους αγωγούς και άλλα assets της Adnoc του Αμπού Ντάμπι.

Στη «μεγάλη εικόνα» θα πρέπει να εντάξουμε και τις ραγδαίες αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην αγορά πετρελαίου και βέβαια την υποχώρηση του ρόλου του ΟΠΕΚ.

Και τούτο καθώς το «μονοπώλιο» του Κόλπου άρχισε να κλονίζεται μετά την δυναμική είσοδο στο σκηνικό ως παραγωγών τόσο της Ρωσίας όσο και των ΗΠΑ. Παρά το ανταγωνιστικό γεωπολιτικό δίπολο των δύο υπερδυνάμεων, η διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας είναι εξαιρετικά δύσκολη όπως έδειξε ο περσινός πόλεμος τιμών μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας.

Η κατάρρευση του πετρελαίου λόγω της πανδημικής κρίσης ήρθε να κλονίσει περαιτέρω τις όποιες «βεβαιότητες» του παρελθόντος. Έτσι, τον Μάρτιο η Saudi Aramco ανακοίνωσε ότι τα κέρδη του 2020 μειώθηκαν σχεδόν κατά 45% σε σύγκριση με το 2019, καθώς τα lockdown σε όλο τον κόσμο λόγω Covid περιόρισαν τη ζήτηση πετρελαίου.
Το ερώτημα είναι πού πορευόμαστε τώρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πετρέλαιο θα συνεχίσει να είναι ο «βασιλιάς» για αρκετά ακόμη χρόνια, με το στέμμα του όμως να θαμπώνει όσο περνάει ο καιρός.

Ο κύκλος της αγοράς θα συνεχιστεί, -όπως δείχνει και η τωρινή ανάκαμψη των τιμών-, μέχρι να βρεθεί το νέο σημείο ισορροπίας.

Ποιοι είναι οι μνηστήρες για το 1%

Σε αυτό το πλαίσιο το δικό της ρόλο έχει η παράμετρος για το ποιος είναι ο μνηστήρας που φλερτάρει το 1% της Aramco.

Ο πρίγκιπας Σαλμάν αρνήθηκε να αποκαλύψει το όνομα του, αρκούμενος στην αναφορά ότι πρόκειται για μια τεράστια εταιρεία και ότι αυτή η συμφωνία θα επιδρούσε καταλυτικά για την ενίσχυση των πωλήσεων της Aramco στη χώρα «καταγωγής» της.

Πρόσθεσε, όμως, ότι διεξάγονται συνομιλίες και με άλλες εταιρίες για διαφορετικά μερίδια μετοχών, δίνοντας το στίγμα ότι μετά το 1% θα υπάρξει και συνέχεια.

Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, οι διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι ο μυστηριώδης μνηστήρας δεν προέρχεται ούτε από τις ΗΠΑ, ούτε από την Ρωσία, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί στους μεγαλύτερους ασιατικούς πελάτες της Aramco. Έτσι, πρώτη στη λίστα κατατάσσουν την Κίνα που είναι μακράν ο μεγαλύτερος αγοραστής πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, ενώ ακολουθούν η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ινδία. Υπό αυτό το πρίσμα αρκετοί βλέπουν πίσω από τις κουίντες τους κινεζικούς κολοσσούς PetrolChina και Sinopec, που είχαν πρωταγωνιστήσει και πριν λίγα χρόνια, το 2017, σε ένα παρόμοιο σήριαλ για την εξαγορά του 5%, -τότε-, της Aramco, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να επιβεβαιωθεί από τις εξελίξεις.

Εάν τώρα όντως οι Κινέζοι πάρουν το 1%, θεωρείται σίγουρο ότι αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Ριάντ, οδηγώντας σε σχετικές ανακατατάξεις τις αντίστοιχες σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με τις ΗΠΑ του Μπάιντεν, αλλά και τη Μόσχα.

Η «πολύφερνη νύφη» 88 ετών και η Ελλάδα

Σε κάθε περίπτωση, η Aramco παραμένει η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία στον κόσμο και ασφαλώς μια «πολύφερνη νύφη», έστω και αν έχει πατήσει τα… 88 χρόνια. Ως αφετηρία της ιστορικής της διαδρομής θεωρείται το 1933 όταν η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας έδωσε την άδεια στην αμερικανική SoCal να εξερευνήσει για πετρέλαιο στη χώρα. Οι έρευνες δικαιώθηκαν το 1938 με την ανακάλυψη του πρώτου κοιτάσματος και ενώ στο μεταξύ είχε ήδη μπει στο παιχνίδι η Texaco. Το 1944 αυτή η συμμαχία αποτυπώθηκε στην επωνυμία της εταιρείας που έκτοτε έφερε τον τίτλο Arab American Oil Co, δηλαδή Aramco.

Με αφετηρία την υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, το Ριάντ άρχισε να κρατικοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της Aramco μέχρι τον πλήρη έλεγχό της το 1976.

Το 1988 με βασιλικό διάταγμα δημιουργήθηκε μια νέα κρατική εταιρεία, η Saudi Arabian Oil Company,  που ανέλαβε όλα τα assets και τη διαχείριση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου κοιτάσματα της χώρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μία από τις ελάχιστες εκτός συνόρων επενδύσεις της κατά το παρελθόν, η Aramco απέκτησε το 1996 το 41,9% της Motor Oil, πραγματοποιώντας έτσι την πρώτη προσπάθεια διείσδυσης στον ευρωπαϊκό κλάδο διύλισης. Η συγκατοίκηση διήρκεσε περίπου μια δεκαετία, μέχρι το 2005, όταν η Aramco μεταβίβασε στη Motor Oil Holdings (συμφερόντων Ομίλου Βαρδινογιάννη) το σύνολο της συμμετοχής της.

Διαβάστε ακόμα:

Ο… Γολγοθάς προς την εξυγίανση και η «Ανάσταση» των ελληνικών τραπεζών

Γιατί o Μαρκ Ζούκερμπεργκ και ο Τιμ Κουκ είναι «στα μαχαίρια»;

Ταμείο Ανάκαμψης: Γαλλία – Γερμανία βρήκαν την έξοδο από την κρίση