Τα τελευταία 30 χρόνια, κυρίαρχη θέση στη δημόσια συζήτηση έχει η χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων (ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο έως 2,5 εκατ. ευρώ). Στις εποχές της οικονομικής άνθησης και ευμάρειας λειτουργούσαν στη χώρα περίπου 850.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, από τις οποίες το 2008 είχαν τραπεζικό δανεισμό περίπου 230.000. Δηλαδή ο δανεισμός δεν ήταν προτεραιότητα για τις μικρές επιχειρήσεις, κάτι που εξηγείται διότι μεγάλο μέρος πιστώσεων παρέχεται από τους προμηθευτές τους με τις ημέρες πίστωσης και τις μεταχρονολογημένες επιταγές για την αγορά εμπορευμάτων.

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όμως, πάνω από το 70% αυτών των δανείων κατέστη μη εξυπηρετούμενο, ενώ πλήθος επιχειρήσεων έκλεισε. Παρότι ετησίως ιδρύονται σχεδόν 100.000 νέες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, το ισοζύγιο ίδρυσης – παύσης παραμένει σταθερό, όπως και ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων σε λειτουργία. Αυτό σημαίνει πως η μέση διάρκεια ζωής των μικρών επιχειρήσεων δεν είναι μεγάλη.

Απότοκο των προβλημάτων είναι επίσης η ραγδαία αύξηση κυκλοφορίας μεταχρονολογημένων επιταγών που επηρέασε δραματικά την εμπιστοσύνη μεταξύ των ίδιων των επιχειρήσεων και της αγοράς. Αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο απόθεμα επιχειρήσεων με μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αλλά και την πληθώρα ίδρυσης – παύσης επιχειρήσεων, είχε αποτέλεσμα τη μείωση των ενήμερων δανείων, αλλά και τη δυσκολία πρόσβασης σε νέο δανεισμό επιχειρήσεων με παλαιότερα κόκκινα δάνεια.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν τουλάχιστον 130.000 μικρές επιχειρήσεις που διατηρούν δανεισμό από το τραπεζικό σύστημα το 2022, με ενήμερα υπόλοιπα άνω των 7 δισ. ευρώ, παρά τη δραστική μείωση προεξόφλησης μεταχρονολογημένων επιταγών.

Το 2022 αναμένεται να εγκριθούν περισσότερα από 35.000 δάνεια προς μικρές επιχειρήσεις, ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ, με μεγάλη έμφαση από τις τράπεζες στην ενημέρωση για προγράμματα δανεισμού. Επιπλέον, πάνω από 1.500 ειδικοί σύμβουλοι για δάνεια μικρών επιχειρήσεων υπάρχουν σε τραπεζικά καταστήματα στην Ελλάδα.

Οι μικρές επιχειρήσεις προσφεύγουν σε δανεισμό κυρίως για κεφάλαια κίνησης και λιγότερο για χρηματοδότηση επενδύσεων και εκσυγχρονισμού. Αυτά ενεργοποιούνται με την προκήρυξη του ΕΣΠΑ και του αναπτυξιακού νόμου, δύο προγράμματα που ξεκινούν αλλά δεν κορυφώνονται μέσα στο 2022. Αντίθετα, στις μεγάλες επιχειρήσεις οι χρηματοδοτήσεις είναι ετεροβαρείς υπέρ των επενδυτικών σχεδίων (ιδίως το 2022). Αυτό δηλώνει ότι πολλά μικρά επενδυτικά σχέδια συχνά δεν είναι βιώσιμα χωρίς μία επιδότηση (30% ή και 50% της επένδυσης).

Oσον αφορά το άλλο θυελλώδες -τελευταία- θέμα των επιτοκίων δανεισμού, θα διαπιστώσουμε πως το επιτοκιακό κόστος μιας επένδυσης με δεκαετές δάνειο, π.χ. 100.000 ευρώ, αναλόγως του επιτοκίου (4%, 5%, 6%), είναι αντίστοιχα 21.000, 27.000 ή 33.000 ευρώ (χωρίς τις φοροαπαλλαγές των τόκων από τα κέρδη). Επιπλέον, διατίθενται, ειδικά για μικρές επιχειρήσεις, προγράμματα χρηματοδότησης επενδύσεων με επιδότηση επιτοκίου, π.χ. πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ με το 40%, με επιτόκιο 0% και παρ’ όλα αυτά παραμένουν αδιάθετα. Σε περιπτώσεις επενδυτικών σχεδίων όπου αποδεδειγμένα υπάρχει ίδια συμμετοχή της τάξεως του 20%-30%, αυτά στην πλειονότητά τους εγκρίνονται από τις τράπεζες.

Τέλος, σημειώνεται ότι τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια που υλοποιούνται ή χρηματοδοτούνται προς μεγάλες επιχειρήσεις και έργα υποδομής περιλαμβάνουν μεταφορά χρηματοδοτήσεων και επενδύσεων προς μικρές επιχειρήσεις που συμμετέχουν ως υπεργολάβοι ή προμηθευτές πρώτων υλών και αποτελούν βασικό μοχλό υλοποίησης των έργων. Εδώ υπάρχει ο κανόνας των 6-9 μηνών χρονικής υστέρησης μεταξύ της έναρξης των μεγάλων έργων και της ανάγκης των μικρών επιχειρήσεων για χρηματοδότηση. Το τραπεζικό σύστημα διαθέτει εργαλεία, αλλά και διάθεση στήριξης, είτε με προεξόφληση των συμβάσεων αυτών είτε με μορφές factoring για να έχουν την απαιτούμενη ρευστότητα υλοποίησης των έργων.

Δεν τίθεται, λοιπόν, θέμα αποφυγής δανεισμού των μικρών επιχειρήσεων από τις τράπεζες, όμως κανείς δεν θα ήθελε να ξαναδεί ανεξέλεγκτη ροή χρηματοδοτήσεων χωρίς διασφάλιση της βιωσιμότητας.

Είναι κρίσιμο να εστιάσουμε με πράξεις στην κινητοποίηση αυτών των 800.000 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα να επενδύουν ώστε να γίνουν πιο εξωστρεφείς, τεχνολογικά σύγχρονες και προϊοντικά ανταγωνιστικές.

Οι τράπεζες έχουν στρατηγική εξάρτηση και δέσμευση για την επέκταση του δανεισμού στις μικρές επιχειρήσεις και δεν θα πρέπει να αποτελούν το εύκολο σημείο κριτικής σε όλη την αλυσίδα αξίας ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας.

*Ο Ανδρέας Αθανασόπουλος είναι αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Eurobank

Διαβάστε ακόμη

First class: Η πολυτέλεια στον αέρα έχει απογειωθεί σε άλλο επίπεδο

Η συλλογή έργων Τέχνης του Χρύσανθου Πανά για πρώτη φορά σε δημόσια θέα

«Εγκέλαδος 2»: Τι προβλέπει το νέο Γενικό Σχέδιο για την αντιμετώπιση των σεισμών (pics)