Η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης «αγκομαχά». Υπάρχουν οικονομολόγοι που θεωρούν ότι η Γερμανία βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της ύφεσης «χωρίς να υπάρχει δυστυχώς φως στο τέλος του τούνελ» όπως πιστεύει ο Γκίντο Μπάλντι, εμπειρογνώμων του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) σχολιάζοντας στοιχεία του νέου οικονομικού βαρομέτρου του Ινστιτούτου. «Ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία και οι εκτεταμένες συνέπειές του είναι πιθανό να οδηγήσουν σε απώλεια ανάπτυξης της χώρας το 2022 και το 2023, κατά περίπου 5% του ΑΕΠ».

«Δηλητήριο» η έκρηξη τιμών

Τον ίδιο φόβο συμμερίζονται κι άλλοι συνάδελφοί του, η συρρίκνωση της ανάπτυξης στο τρέχον τρίμηνο θα συνεχιστεί και μέχρι την άνοιξη του επόμενου έτους. Μάλιστα η ύφεση είναι πιθανόν να είναι πιο σοβαρή από ότι σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά όχι τόσο όσο την πρώτη χρονιά της πανδημίας όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε πάνω από 4%. Ίσως το καλοκαίρι του 2023 σημειωθεί μεταστροφή του κλίματος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έπνιξε και τις τελευταίες ελπίδες για ανάκαμψη μετά τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας. «Ο πόλεμος σηματοδοτεί το τέλος του πολύ επιτυχημένου γερμανικού μοντέλου που σχηματικά περιγράφεται ως εισαγωγή φθηνής ρωσικής ενέργειας και ενδιάμεσων αγαθών, εξαγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας ανά τον κόσμο και οφέλη από την παγκοσμιοποίηση» υποστηρίζει ο Κάρστεν Μπρτσέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING. Ο Νιλς Γιάνσεν, από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας (IfW) του Κιέλου, επισημαίνει ότι σε σύγκριση με τις παραγγελίες που παίρνει η βιομηχανία, βρίσκεται σε καλή κατάσταση και θα μπορούσε να μετριάσει σημαντικά ή ακόμη και να απορροφήσει τους κλυδωνισμούς. Αλλά «με τα πακέτα διάσωσης η κυβέρνηση μόνο να αναδιανείμει τα βάρη μπορεί, και όχι να τα εξαφανίσει» προσθέτει ο Στέφαν Κοχς, επικεφαλής του κέντρου προγνωστικών στο Ινστιτούτο.

Λιγότερα χρήματα, λιγότερη κατανάλωση

Η έκρηξη των τιμών της ενέργειας επηρεάζει πλέον μεγάλα τμήματα της οικονομικής ζωής και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Όλα έγιναν πιο ακριβά. Ψώνια στο σούπερ μάρκετ, ανεφοδιασμός καυσίμων, φαγητό στο εστιατόριο. Αυτό πνίγει την κατανάλωση, σημαντικό πυλώνα της οικονομίας.  «Ο υψηλός πληθωρισμός μειώνει τη διάθεση για αγορές, πράγμα που σημαίνει ότι οι εταιρείες έχουν λιγότερα χρήματα για επενδύσεις», εξηγεί ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του DIW. «Αυτό θα μπορούσε να θέση σε κίνηση μια καθοδική πορεία ασθενών οικονομικών επιδόσεων για ένα ή δύο χρόνια». Ταυτόχρονα, οι αυξήσεις των τιμών ενέργειας επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις. Πολλές έχουν σταματήσει την παραγωγή ορισμένων αγαθών, επειδή δεν είναι πλέον κερδοφόρα. Σε όλα αυτά προστίθενται οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που έχουν διαταραχθεί μετά την κρίση της πανδημίας. Η μηδενική πολιτική της Κίνας στο κορωνοϊό, με τα πολλά λοκντάουν φέτος, έχει θέσει επανειλημμένα υπό πίεση τις αλυσίδες εφοδιασμού. Τα υλικά και τα ενδιάμεσα προϊόντα είναι μερικές φορές σπάνια και ακριβά. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι όλα αυτά έχουν επηρεάσει ελάχιστα την αγορά εργασίας. «Παρά τις πολιτικές και οικονομικές ανασφάλειες η αγορά εργασίας είναι ανθεκτική» είπε τον περασμένο Απρίλιο η Αντρέα Νάλες, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης. Σημαντική αύξηση της ανεργίας δεν αναμένουν ούτε τους επόμενους μήνες οι οικονομολόγοι, γιατί ήδη υπάρχει έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων και το κράτος βοηθά με επιδόματα βραχυχρόνιας εργασίας.

Διαβάστε περισσότερα: DW