Η επέλαση του κορωνοϊού σε ευρωπαϊκό έδαφος έχει θορυβήσει κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες για τις επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία και μάλλον συνδέεται και με τα σχέδια του –Σοσιαλδημοκράτη- Γερμανού υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σόλτς να σπάσει το δόγμα της λεγόμενης «λιτότητας» που απαγορεύει τις δημόσιες επενδύσεις και δαπάνες μέσα από δημόσια ελλείμματα.

Το σχέδιο του Σολτς προβλέπει τη μεταφορά χρέους συνολικού ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ, από 2.500 δήμους, κοινότητες και περιφέρειες, έτσι ώστε οι τελευταίες να ελαφρυνθούν και να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομών και κοινωνικές υπηρεσίες.

Στόχος, ασφαλώς, να ανανεωθούν οι – θεωρούμενες απαρχαιωμένες – γερμανικές υποδομές και να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα της χώρας, η οποία έχει πέσει στα χαμηλότερα επίπεδα από το βάθος της κρίσης, το 2013.

Ένα τέτοιο μέτρο τόνωσης θεωρείται ένα αποτελεσματικό εργαλείο για να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα, η οποία έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια λόγω του διεθνούς εμπορικού πολέμου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, υποδέχθηκε πολύ θετικά τις πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν για τα σχέδια του Γερμανού υπουργού Οικονομικών. Η πρόεδρος της ΕΚΤ πολλές φορές έχει καλέσει τη Γερμανία, αλλά και τις άλλες πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης να προχωρήσουν σε δημόσιες δαπάνες για να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη, καθώς γίνεται ολοένα πιο φανερό ότι τα μέτρα νομισματικής στήριξης (ποσοτική χαλάρωση, αρνητικά επιτόκια) δεν μπορούν να διαιωνίζονται αλλά και δεν αποδίδουν πλέον.

Για να υλοποιηθεί το σχέδιο Σολτς, θα πρέπει να αρθεί το λεγόμενο «φρένο χρέους» που περιλαμβάνεται στο σύνταγμα της χώρας και απαγορεύει να υπάρχει έλλειμμα πάνω από 0,35% του ΑΕΠ, κάτι που χρειάζεται πλειοψηφία ⅔ στη Βουλή, η οποία είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί.

Ήδη, η αναφορά του σχεδίου στα μέσα ενημέρωσης έχει προκαλέσει αντιδράσεις κυρίως από βουλευτές του -συγκυβερνώντος- κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών.

Ωστόσο, η πίεση στη γερμανική οικονομία ίσως τοποθετήσει τα σχέδια χαλάρωσης σε νέα βάση, καθώς τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι η περσινή χρονιά έκλεισε με αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,6% για τη Γερμανία, λόγω της μεγάλης υποχώρησης της βιομηχανικής παραγωγής (-7% πέρσι) η οποία προήλθε από την πίεση που έφερε στις εξαγωγές ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, ο οποίος έπληξε όλες τις εξαγωγικές οικονομίες.

Η σύναψη της ενδιάμεσης συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δημιούργησε προσδοκίες εκτόνωσης της οικονομικής πίεσης και ανάκαμψης της γερμανικής οικονομικής μηχανής, κυρίως κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020, με πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% φέτος.

Μέχρι στιγμής, οι επιπτώσεις στη γερμανική οικονομία από την πτώση της κινεζικής οικονομίας λόγω κορωνοϊού είναι μικρές, αλλά η αβεβαιότητα που δημιουργεί ή επέκταση της επιδημίας στην Ευρώπη, προβληματίζουν πολλούς αναλυτές οι οποίοι φοβούνται ότι η Γερμανία μπορεί τελικά να μην αποφύγει την ύφεση, όπως άλλωστε και η Ιταλία.