Σε σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες εξελίσσεται, για την ευρωπαϊκή οικογένεια, η μετά Brexit εποχή, με τους αρχηγούς των κρατών μελών να βρίσκονται σε θέσεις μάχης για την επίλυση του κενού ύψους 60-75 δισ. Ευρώ, το οποίο δημιουργείται στον κοινοτικό προϋπολογισμό της περιόδου 2021-2027.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο στις 31 Ιανουαρίου, με μία μεγαλειώδη φιέστα, αποχαιρέτησε την αγκαλιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν η δεύτερη χώρα σε εισφορές και τώρα οι 27 που μένουν πίσω καλούνται να καλύψουν το κενό, καταβάλλοντας μεγαλύτερες εισφορές.

Η δυσφορία όλων των πλευρών δεν κρύβεται. Μάλιστα, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, αναφερόμενη στην αυριανή έναρξη της άτυπης συνόδου κορυφής της ΕΕ με θέμα τον νέο κοινοτικό προϋπολογισμό, έδωσε το στίγμα των προθέσεων, χαρακτηρίζοντας τις διαπραγματεύσεις «πολύ δύσκολες και περίπλοκες».

«Εκτιμάμε ότι οι ανησυχίες μας δεν έχουν ληφθεί ακόμη αρκετά υπόψη σε πολλούς τομείς και συνεπώς προβλέπω πολύ δύσκολες και περίπλοκες διαπραγματεύσεις», δήλωσε η καγκελάριος της Γερμανίας κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Βερολίνο με την Φινλανδή πρωθυπουργό Σάνα Μάριν.

Από την πλευρά της η Γερμανία είναι η χώρα που καταβάλει τις μεγαλύτερες εισφορές, οι οποίες αγγίζουν τα 14 δισ. ευρώ, ουσιαστικά είναι το ένα πέμπτο του προϋπολογισμού, ενώ αυτές -μελλοντικά- θα μπορούσαν, μέχρι το 2027, να αυξηθούν μέχρι και τα 30 δισ. ετησίως, την ώρα μάλιστα που η γερμανική οικονομία παρουσιάζει επιβράδυνση.

Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία, οι μικρότεροι καθαροί εισφορείς συγκλίνουν στην άποψη ότι δεν πρέπει να υπάρξει αύξηση των κονδυλίων και να παραμείνει στο 1% των οικονομικών επιδόσεων.

Η Γαλλία από την άλλη, καθώς και 15 κράτη μέλη, θέλει να επωφεληθεί την αποχώρηση της Βρετανίας για να θέσει τέλος στις εκπτώσεις που εκχωρούνται σε πέντε χώρες (Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία και Σουηδία) προκειμένου να μειώνουν τις εθνικές τους συνεισφορές.