Πολλαπλές πηγές αβεβαιοτήτων για την ελληνική οικονομία διαπιστώνει η Alpha Bank, η οποία προσπαθεί να σκιαγραφήσει τους βασικούς πυλώνες της σχεδιαζόμενες οικονομικής πολιτικής του 2023. 

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εβδομαδιαία οικονομική ανάλυση της τράπεζας, τα κύρια στοιχεία του επόμενου έτους συνίστανται αφενός στον περαιτέρω περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος -παρά τη σημαντική στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης- αφετέρου στην αλλαγή του αναπτυξιακού μίγματος, με ταχύτερη αύξηση της επενδυτικής δαπάνης σε σχέση με την κατανάλωση και τις εξαγωγές. 

Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε 1,7% του ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος από 5% το 2021, ενώ ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα αποκλιμακωθεί σε 169,1% από 193,3% το 2021, κυρίως ως αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίπτωσης του προβλεπόμενου ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας κατά 5,3% και της μεταβολής του αποπληθωριστή του ΑΕΠ κατά 9,1%.  

Το 2023, συνεχίζει η Alpha Bank, θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Ελλάδα, καθώς καλείται να αξιοποιήσει τον δημοσιονομικό χώρο που διαθέτει, ώστε να επανέλθει μετά από πολλά χρόνια στην επενδυτική βαθμίδα ως προς το αξιόχρεο της χώρας.  

Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, δηλαδή: α) πρωτογενούς πλεονάσματος για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το οποίο εκτιμάται σε 0,7% του ΑΕΠ βάσει του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού 2023 και σε 0,9% σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και β) της σταδιακής πτώσης του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ κατά περισσότερο από 40 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό 206,3% του 2020 (σε 161,6% σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών), είναι καθοριστικής σημασίας προς την κατεύθυνση αυτή. 

Η κατάρτιση των δημοσιονομικών στόχων έχει βασιστεί σε ορισμένες παραδοχές όσον αφορά στην εξέλιξη συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών όπως το ΑΕΠ, η ανεργία και ο πληθωρισμός. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να ανέλθει, όπως προαναφέρθηκε, σε 5,3% το 2022 και να διατηρηθεί σε θετικό έδαφος το 2023 (2,1%), παρά την ενεργειακή κρίση.  

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 16% το επόμενο έτος και ότι θα έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια που η οικονομική μεγέθυνση στηρίχτηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση.  Ειδικότερα, στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) έχουν προβλεφθεί 8,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 6,8 δισ. θα χρηματοδοτηθούν από κοινοτικούς και 1,5 δισ. από εθνικούς πόρους, ενώ από το Ταμείο Ανάκαμψης η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει το 2023 συνολικά 5,6 δισ. ευρώ.

Δεδομένου ότι, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, οι επενδύσεις αναμένεται να προσεγγίσουν τα 30 δισ. το 2023 -το υψηλότερο ποσό που έχει καταγραφεί από το 2011- συμπεραίνεται ότι σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη θετικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης το 2023 είναι η κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων, παράλληλα με τις δημόσιες επενδύσεις και την εισροή πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Στην παρούσα συγκυρία ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, οι προβλέψεις ενέχουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων και των επιπτώσεών τους. Οι παράγοντες κινδύνου που επιδρούν τόσο στα μακροοικονομικά, όσο και στα δημοσιονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, είναι οι εξής:  

  • Η άνοδος των τιμών της ενέργειας, το αυξημένο κόστος παραγωγής και ο βαθμός μετακύλησης αυτών (passthrough) στον τελικό καταναλωτή. Οι πληθωριστικές πιέσεις που καταγράφονται στην Ελλάδα και την Ε.Ε. ενδέχεται να συγκρατήσουν τα τουριστικά έσοδα και την ιδιωτική κατανάλωση, εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Ως εκ τούτου η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 7,2% το 2022 και ηπιότερα, κατά 1,3%, το 2023. Σημειώνεται επίσης, ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών για την εξέλιξη των τιμών παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης δευτερογενών επιπτώσεων (second round effects), δηλαδή της σπειροειδούς αύξησης τιμών και μισθών.
  • Η επιτοκιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή η άνοδος των επιτοκίων με σκοπό την καταπολέμηση του πληθωρισμού που ενδέχεται να πλήξει την οικονομική δραστηριότητα, λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς την υλοποίηση επενδύσεων.
  • Οι τυχόν ελλείψεις σε φυσικό αέριο, ιδιαίτερα στην περίπτωση πλήρους διακοπής της ροής του από τη Ρωσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τη βιομηχανική παραγωγή και το επίπεδο των τιμών. Το τελευταίο αυξάνει τον βαθμό αβεβαιότητας αναφορικά με την επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2023, καθώς επηρεάζει τόσο τον αριθμητή του κλάσματος, μέσω των πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που θα απαιτηθούν για τη στήριξη των εισοδημάτων, όσο και του παρονομαστή, εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, ότι ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς αλλά και το ύψος των μέτρων που έχει υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση ενάντια στο αυξημένο κόστος της ενέργειας ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και τα εισοδήματα των καταναλωτών.

Διαβάστε επίσης

Το… καπάρο επιστροφή στο Ελληνικό, το Ion Group για την Τράπεζα Πειραιώς, η Dimand για την ΕΠΟ και οι μετοχές του Ιβάν

Dialectica: Από την αγωνία του Grexit το 2015 στο όνειρο του Nasdaq

Δεκάδες πλοία LNG συνωστίζονται σε ευρωπαϊκά λιμάνια και δεν μπορούν να ξεφορτώσουν