Σε αναβάθμιση της Ελλάδας από ΒΒ σε ΒΒ (high) προχώρησε το βράδυ της Παρασκευής ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS.

Ο καναδικός οίκος αναθεώρησε σε σταθερό το trend από θετικό.

Ο Οίκος επισημαίνει, ότι η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την εκτίμηση της ότι η Ελλάδα συνεχίζει να προχωρά τις μεταρρυθμίσεις και παραμένει πλήρως προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση.

Η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,3% πέρυσι και τώρα βρίσκεται πολύ κοντά στο προπανδημικό επίπεδο. Η δημοσιονομική υπεραπόδοση και η στρατηγική διαχείρισης μετρητών το 2021 οδήγησαν στο να παραμείνουν πολύ υψηλά τα ρευστά ταμειακά διαθέσιμα, επί του παρόντος περίπου 41 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και το κατά πόσο θα επηρεάσει την ελληνική οικονομία, η DBRS επισημαίνει ότι θα περιορίσει κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα το ΑΕΠ του 2022.

Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να σημειώνουν σημαντική πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε μονοψήφια επίπεδα, ακόμη και με κάποια νέα επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας (Greece 2.0) αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που πιθανότατα θα τονώσουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και τις επενδύσεις μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομότιμων της στη ζώνη του ευρώ.

Τι οδήγησε στην αναβάθμιση

Η ανάκαμψη θα συνεχιστεί παρά τους κινδύνους για τον πληθωρισμό και την αποδυνάμωση του κλίματος εμπιστοσύνης στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Η πανδημία του κορωνοϊού και τα περιοριστικά μέτρα οδήγησαν σε σοβαρή οικονομική συρρίκνωση το 2020, σημειώνει ο καναδικός οίκος και συνεχίζει: Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 9% λόγω της απότομης μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών υπηρεσιών.

Το 2021, ο ηπιότερος αντίκτυπος των περιορισμών, η διανομή εμβολίων κατά του κορωνοϊού και οι καλύτερες από το αναμενόμενο επιδόσεις του τουριστικού κλάδου οδήγησαν σε ισχυρή ανάκαμψη. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%, ενισχυμένο από την έντονη αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών και την ενισχυμένη ιδιωτική κατανάλωση.

Μετά την κατάρρευση της ταξιδιωτικής και τουριστικής βιομηχανίας το 2020, ο κλάδος ανέκτησε κάποιο χαμένο έδαφος το 2021, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις από τον τουρισμό να φτάνουν περίπου στο 60% των επιπέδων του 2019. Επιπλέον, η αγορά εργασίας συνέχισε να ανακάμπτει, με το ποσοστό ανεργίας να πέφτει κάτω από το 13% για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2010.

Η Κομισιόν στις προοπτικές της για το χειμώνα του 2022 προέβλεψε ανάπτυξη 4,9% το 2022, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση και περαιτέρω βελτιώσεις στις εξαγωγές υπηρεσιών, καθώς συνεχίζεται η ανάκαμψη των τουριστικών ροών. Οι κυριότεροι κίνδυνοι για τις προοπτικές συνδέονται με την αυξανόμενη πληθωριστική πίεση, η οποία αναμένεται να επηρεάσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις που επιδεινώνονται επίσης από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρά τον περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο από τη ρωσική αγορά, η οποία αντιπροσώπευε μόνο το 2% των συνολικών αφίξεων το 2019, η ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου θα μπορούσε να αναβληθεί περαιτέρω λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων και του υψηλού ενεργειακού κόστους, τα οποία θολώνουν κάπως τις προοπτικές για το 2022.

Τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Κατά την άποψη της DBRS, η επιτυχής εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης της Ελλάδας (Ελλάδα 2.0) αποτελεί ανοδικό “κίνδυνο” για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2022, οι δαπάνες του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένων των επιχορηγήσεων και των δανείων, αναμένεται να φθάσουν σε επίπεδο άνω των 5 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το τέλος του προγράμματος. Μαζί με τα διαρθρωτικά ταμεία από τον προϋπολογισμό της ΕΕ του 2021-2017, η Ελλάδα θα λάβει περίπου 70 δισ. ευρώ τα επόμενα επτά χρόνια.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα κεφάλαια ανάκαμψης της ΕΕ, αν συνδυαστούν με μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Η εφαρμογή του προγράμματος “Ελλάδα 2.0” θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε 180.000-200.000 νέες μόνιμες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με την DBRS, η αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει πιθανότατα τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.

Πρόοδος σχετικά με τη διάθεση NPL

Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των δεικτών Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων τους το 2021. Ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε από 30,1% στο τέλος του 2020 σε 15,0% στα τέλη Σεπτεμβρίου 2021. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του Προγράμματος Ηρακλής. Η κυβέρνηση παράτεινε το πρόγραμμα Hercules για επιπλέον δεκαοκτώ μήνες έως τον Οκτώβριο του 2022.

Η παράταση του προγράμματος Ηρακλής και η εφαρμογή του νέου πλαισίου αφερεγγυότητας πιθανότατα θα στηρίξουν τις περαιτέρω προσπάθειες των τραπεζών να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους.

Οι συστημικές τράπεζες βρίσκονται επί του παρόντος σε καλό δρόμο για να επιτύχουν τους στόχους τους για μονοψήφιους δείκτες ΜΕΔ έως το τέλος του 2022. Ωστόσο, η πανδημία πιθανότατα θα οδηγήσει σε νέες ροές ΜΕΔ. Αυτό εξηγεί την αρνητική ποιοτική προσαρμογή της DBRS Morningstar στο δομικό στοιχείο «Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα».

Επιπλέον, οι τράπεζες αναλαμβάνουν να δανείσουν σε ελληνικές εταιρείες το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων δανείου RRF ύψους έως και 12,7 δισ. ευρώ, το οποίο θα μεταφραστεί επίσης σε πρόσθετες ευκαιρίες δανεισμού για τις ίδιες τις τράπεζες. Αυτό θα βοηθήσει τις τράπεζες να παρέχουν πιστώσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη.

Η διαχείριση χρέους

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε στο 197,1% το 2021 από 206,3% το 2020, παραμένοντας ο υψηλότερος μεταξύ των ομολόγων της στη ζώνη του ευρώ. Παρά το πολύ υψηλό επίπεδο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου.

Η Ελλάδα επωφελείται από μια ευνοϊκή δομή χρέους καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει πάνω από το 75% του δημόσιου χρέους με το μεγαλύτερο μέρος του να χρηματοδοτείται με πολύ χαμηλά επιτόκια.

Επιπλέον, το χρέος έχει πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια 21 ετών από τον Ιούνιο του 2021, με περισσότερο από το 98% του χρέους σε σταθερά επιτόκια, μετριάζοντας τους κινδύνους που προκύπτουν από την αυξημένη αστάθεια της αγοράς. Επωφελούμενοι από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο PEPP της ΕΚΤ, οι ελληνικές αρχές έχουν ακολουθήσει μια ενεργή στρατηγική χρέους προπληρώνοντας ακριβότερο χρέος.

Η ΕΚΤ έχει δηλώσει μια ευέλικτη προσέγγιση για την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων εάν είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση αρνητικών κραδασμών. Το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους στο 1,4% είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των ομολόγων του στη Νότια Ευρώπη. Η Ελλάδα σχεδιάζει τους επόμενους μήνες να αποπληρώσει πλήρως τα ανεξόφλητα δάνεια του ΔΝΤ και επίσης εξετάζει το ενδεχόμενο αποπληρωμής των δανείων GLF που λήγουν το 2023 μέχρι το τέλος του έτους.

Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 41 δισεκατομμυρίων ευρώ στα τέλη Φεβρουαρίου 2022 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Αυτό το απόθεμα ασφαλείας μειώνει τους κινδύνους αποπληρωμής που οδηγούν σε θετική ποιοτική προσαρμογή στο δομικό στοιχείο «Χρέος και Ρευστότητα». Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική πειθαρχία και η διαρκής ανάπτυξη θα είναι καθοριστικά για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

Διαβάστε περισσότερα

Οne Athens: «Τρέχουν» οι πωλήσεις στο ακριβότερο οικιστικό συγκρότημα του Κολωνακίου (pics + vid)

Νέο ράλι στη Wall Street: «Καύσιμο» ο τεχνολογικός κλάδος

Γιεβγκένι Κασπέρσκυ: Ο Ρώσος μεγιστάνας, οι κυρώσεις και η στενή σχέση με τη Σαντορίνη