Ο οίκος αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της Ελλάδας σε ΒΒ (low) και υποβάθμισε το outlook από θετικό σε σταθερό λόγω της αρνητικής επίδρασης του κορωνοϊού.

Όπως αναφέρει οίκος από την τελευταία αξιολόγησή του η πανδημία του COVID-19 έχει οδηγήσει σε περιστολή της οικονομικής δραστηριότητας και πιθανή ύφεση. Η αβεβαιότητα της ταχύτητας και του ρυθμού ανάκαμψης από την ύφεση οδήγησε στην αλλαγή της προοπτικής της εληνικής οικονομίας από “θετική” σε “σταθερή”.

Η αντίδραση της κυβέρνησης στην πανδημία υπήρξε γρήγορη και μέχρι στιγμής έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας. Τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα θα μειώσουν τη σφοδρότητα του οικονομικού αντίκτυπου, ωστόσο, η οικονομία είναι πιθανό να συρρικνωθεί φέτος και η ανεργία θα αυξηθεί. Επιβαρυντικά λειτουργεί η βαρύνουσα σημασία του τουρισμού και της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, ο χρόνος της οικονομικής ανάκαμψης και, επομένως, οι προοπτικές ανάπτυξης του 2021 παραμένουν ασαφείς. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο δείκτης δημόσιου χρέους και το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα επιδεινωθούν και η διάρκεια αυτής της επιδείνωσης είναι εξαιρετικά αβέβαιη.

Η επιβεβαίωση των αξιολογήσεων αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η πλειοψηφική κυβέρνηση διαθέτει την ισχυρή δέσμευση και το momentum για την εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της. Η Ελλάδα αναδύθηκε από την κρίση καταγράφοντας τρία χρόνια ανάπτυξης και πέντε χρόνια πρωτογενούς πλεονάσματος, τα οποία και συνέβαλαν σε ένα μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας. Ωστόσο, η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους είναι μεγάλη στο 176,6% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 και τώρα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους μετριάζεται σε κάποιο βαθμό από την αρκετά μεγάλη διάρκεια ωρίμανσής του και από το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του. Επίσης, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου πλέον περιλαμβάνονται στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Το ξέσπασμα COVID-19 αναμένεται να εκτρέψει την οικονομική ανάκαμψη, αλλά η κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα

Από τις 23 Απριλίου, έχουν επιβεβαιωθεί 2.463 περιπτώσεις και 127 θάνατοι στην Ελλάδα από τη νόσο COVID-19. Η ταχεία αντίδραση της κυβέρνησης στην επιδημιολογική κρίση έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής. Σε μια προσπάθεια να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού και να υποστηριχθεί το σύστημα υγείας, η κυβέρνηση στις 2 Μαρτίου έκλεισε σχολεία και πανεπιστήμια, και στη συνέχεια τις μη απαραίτητες επιχειρήσεις. Στις 23 Μαρτίου επιβλήθηκε ένα εθνικό lockdown. Σε απάντηση στην κρίση της υγείας, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων και για την παροχή ρευστότητας σε εταιρείες και νοικοκυριά. Επιπλέον, από τις εκλογές τον Ιούλιο του 2019, η πρώτη μονοκομματική κυβέρνηση στην Ελλάδα μετά από σχεδόν δέκα χρόνια, ψήφισε μια σειρά νόμων για την υποστήριξη της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανάπτυξης μειώνοντας τη γραφειοκρατία που στο παρελθόν μπλόκαρε τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Με την επικράτηση της πανδημίας, η ελληνική οικονομία οδεύει σε ύφεση με το ΑΕΠ να μειώνεται πιθανώς πάνω από 5% φέτος. Πριν από την επιδημία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% το 2020 και το 2021, υποστηριζόμενη από υψηλότερη κατανάλωση και έντονη αύξηση των επενδύσεων. Οι εξαγωγές συνέβαλαν σταθερά στην προηγούμενη ανάκαμψη, όπως αντικατοπτρίζεται από τη σημαντική βελτίωση του ποσοστού εξαγωγών από το 19% του ΑΕΠ το 2009 στο 39% το 2019.

Ο αντίκτυπος της πανδημίας αναμένεται να εκτρέψει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μέσω διαφόρων οδών. Η εξασθένηση της παγκόσμιας και της εγχώριας ζήτησης θα επηρεάσει σημαντικά τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών. Επιπλέον, τα αυστηρά μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί δημιουργούν αυξημένους κινδύνους για τον τουριστικό τομέα της Ελλάδας, ο οποίος συμβάλλει άμεσα στο ΑΕΠ με ποσοστό άνω του 10%. Η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό είναι επίσης εμφανής στην αγορά εργασίας, με περίπου το 16% του συνολικού εργατικού δυναμικού να απασχολείται στον τουριστικό κλάδο. Δεδομένης της υψηλής εποχικότητας του τουριστικού τομέα, με σχεδόν το 77% των τουριστικών αφίξεων να συγκεντρώνεται το τρίτο τρίμηνο του έτους, οι απώλειες για τη βιομηχανία θα μπορούσαν να περιοριστούν εάν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί χαλαρώσουν το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Τι αναφέρει ο οίκος για τις τράπεζες

Η DBRS επισημαίνει ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ανερχόμενα στα 71 δισ. ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου 2019. Το επίπεδο αυτό ισοδυναμεί με δείκτη NPE στο περίπου 42,1% του συνολικού χαρτοφυλακίου, που είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ, και συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ελλάδας.

Ωστόσο, τα NPEs κινούνται σε πτωτική τροχιά, καθώς έχουν μειωθεί περισσότερο από 30 δισ. ευρώ, από το υψηλότερο επίπεδό τους, τον Μάρτιο του 2016. Η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις διαγραφές δανείων.

Τον Δεκέμβριο του 2019, υιοθετήθηκε ως συστημική λύση το Σχέδιο Ηρακλής (HAPS) για την επιτάχυνση της μείωσης των NPEs των τραπεζών, μέσω τιτλοποιήσεων. Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν ότι θα συμμετάσχουν στο Σχέδιο Ηρακλής προκειμένου να αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους NPEs συνολικού ύψους περίπου 32,5 δισ. ευρώ.

Ωστόσο, η αυξημένη αβεβαιότητα τόσο για την εγχώρια οικονομία όσο και για τις διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, που σχετίζεται με την πανδημία του κορωνοϊού, πιθανότατα θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση των σχεδίων των τραπεζών για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Από την άλλη, πλευρά η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να χαλαρώσει προσωρινά τους κανόνες και να αρχίσει να δέχεται ομόλογα ελληνικού δημοσίου ως εγγυήσεις, θα ενισχύσει τη ρευστότητα των τραπεζών και την ικανότητά τους να υποστηρίζουν την πραγματική οικονομία.