Τα σημαντικά βήματα που έχει κάνει η Ελλάδα για την ισχυροποίηση της οικονομίας της επεσήμαναν στο 4ο Διεθνές Συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου τόσο ο διευθυντής ανάλυσης δημοσίου χρέους του οίκου αξιολόγησης Fitch, Άλεξ Μουσκατέλι, όσο και ο Στέφεν Ντουκ, αναλυτής χρέους για την Ελλάδα του οίκου αξιολόγησης Moody’s.

Στην εισήγησή του ο Άλεξ Μουσκατέλι εξήγησε την απόφαση της Fitch να προχωρήσει στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας σε ΒΒ+, τον Ιανουάριο, με σταθερό outlook.

«Αναβαθμίσαμε την Ελλάδα τον Ιανουάριο λόγω της ισχυρής ανάπτυξης, αλλά και χάρη στη συνεχή πρόοδο που πραγματοποιείται στη μείωση των NPLs, για τα οποία περιμένουμε περαιτέρω μείωση. Οι σταθερές προοπτικές υπονοούν ότι η αξιολόγηση δεν είναι πιθανό να αλλάξει τα επόμενα δύο χρόνια. Όμως οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία νέα αναβάθμιση είναι η περαιτέρω μείωση του λόγου χρέους/ ΑΕΠ, αλλά και η ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Ένας ακόμα καθοριστικός παράγοντας θα είναι η πιθανή βελτίωση των προοπτικών για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη. Για την περίοδο 2025-2027 οι εκτιμήσεις μας είναι ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα μειωθεί στο 1%-1,2%. Όμως θα μπορούσαμε να δούμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, κυρίως χάρη στα κεφάλαια από τα διαρθρωτικά ταμεία.»

Τη σημασία των αναβαθμίσεων των ελληνικών θεσμών τόνισε ο Στέφεν Ντουκ, του οίκου αξιολόγησης Moody’s, που απέρριψε την κατηγορία ότι η Moody’s είναι αυτή που αγαπάει λιγότερο την Ελλάδα, αφού την κρατάει τρία επίπεδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (στο Ba3).

«Αναβαθμίσαμε τις προοπτικές της Ελλάδας πριν από δέκα ημέρες. Από την δική μας πλευρά, “game changer” είναι οι θεσμικές βελτιώσεις, κυρίως στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Επίσης, ζητούμενο είναι οι βελτιώσεις να περνάνε στην ποιότητα της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Σε ότι αφορά στη δημοσιονομική ισχύ, η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη μείωση ποσοστού του δημόσιου χρέους στον κόσμο. Επίσης, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του χρέους δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι σε καλή θέση. Όμως, η θέση της Ελλάδας στην επενδυτική αξιολόγηση επηρεάζεται και από τη σύγκριση με άλλες χώρες (όπως η Κύπρος και η Ιταλία). Επίσης, υπάρχουν συνεχείς προκλήσεις με την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και τη διεθνή αναταραχή στον τραπεζικό τομέα.»

«Η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα όχι μόνο για τη μείωση στο κόστος δανεισμού, αλλά και για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών και την αύξηση των ξένων επενδύσεων» τόνισε ο Κρις Άλεν, τοπικός σύμβουλος για την Ελλάδα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Ευρ. Επιτροπής. Ο Κρ. Άλεν επεσήμανε το «χάσμα» μεταξύ Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και των κεφαλαιακών ροών στο ελληνικό χρηματιστήριο, σημειώνοντας ότι οι μειωμένες ξένες επενδύσεις σε ελληνικούς τίτλους περιορίζουν τις δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι που η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, τόνισε ο Γιάννος Κοντόπουλος, διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών:

– θα επιτρέψει μεγαλύτερες ροές κεφαλαίου στην χώρα, που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης και θέσεις εργασίας

– το κόστος δανεισμού της χώρας θα βελτιωθεί και το μειωμένο κόστος θα διαχυθεί σε όλες τις κεφαλαιακές αγορές στην Ελλάδα

– το branding της Ελλάδας θα ενισχυθεί, διευκολύνοντας την προσέλκυση ξένων επενδυτών.

«Η επενδυτική βαθμίδα είναι απαραίτητη, αλλά από μόνη της δεν είναι αρκετή» σημείωσε ο Στέλιος Παπαδόπουλος, υπεύθυνος τμήματος Ελλάδας, Κύπρου Μάλτας της JP Morgan. «Η επενδυτική βαθμίδα θα βάλει την Ελλάδα στη “Super League”, εκεί όπου ο ανταγωνισμός θα είναι πολύ ισχυρός και θα πρέπει να επανεκπαιδεύσουμε τον κόσμο για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Αν αλλάξουμε “πρωτάθλημα”, θα πρέπει να γίνουμε ακόμα πιο δυνατοί και αποφασισμένοι» τόνισε ο Στ. Παπαδόπουλος που ζήτησε επίσης να λυθούν τεχνικά ζητήματα στις ελληνικές αγορές κεφαλαίων, ώστε να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα ξένοι επενδυτές που επιλέγουν να τοποθετηθούν στην χώρα. «Αν δεν υπάρχει η αγορά που θα διαχειριστεί τη ροή κεφαλαίων, οι επενδυτές μπορεί να απογοητευτούν και να φύγουν » είπε.

«Η επενδυτική βαθμίδα έχει ήδη παρασχεθεί με όρους αγοράς» σημείωσε ο Δημήτρης Τσάκωνας, γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ. «Θα μπορούσαμε να την έχουμε από το 2021, όταν το ελληνικό ομόλογο υπερκαλύφθηκε κατά 9 φορές, αυτή ήταν η απτή απόδειξη για την εμπιστοσύνη των αγορών προς στο ελληνικό χρέος» ανέφερε.

Διαβάστε ακόμη

Στις αγορές η Ελλάδα με νέο 5ετές ομόλογο

Goldman Sachs: Οι ελληνικές τράπεζες δεν φοβούνται την τραπεζική αναταραχή – Οι τιμές στόχοι και οι συστάσεις (πίνακες)

Στα χέρια των ομολογιούχων περνά η Frigoglass και με τη «βούλα» της ΓΣ