Γιατί η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε., λέει «ναι» στο Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ το κλαμπ των «μικρών πλούσιων» χωρών το αρνείται;

Ήδη το κλαμπ των «4 αρνητών» απέκτησε ένα νέο μέλος,  καθώς την αντίθεσή της εξέφρασε και η Φινλανδία, προστιθέμενη έτσι στην Ολλανδία, την Αυστρία, τη Σουηδία και την Φινλανδία οι οποίες είπαν «όχι» από την πρώτη στιγμή.

Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η διαφοροποίηση, η οποία σπάει μια παράδοση πολλών δεκαετιών, αφού στο παρελθόν όλες αυτές οι χώρες συντάσσονταν με τη γερμανική γραμμή σε σημείο που αποκαλούνταν «δορυφόροι» του Βερολίνου σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής.

Μια εξήγηση είναι το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε έχει μπροστά του εθνικές εκλογές το Μάρτιο και το θέμα των σχέσεων με τις χώρες του Νότου και της χρηματοδότησης αποτελεί ένα σημείο κριτικής κυρίως από την αντιπολίτευση της ακροδεξιάς.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η σύγκριση των εμπορικών συναλλαγών των χωρών αυτών με εκείνες της Γερμανίας αναδεικνύει το γεγονός ότι οι μικρότερες αυτές χώρες έχουν ένα επιτυχημένο εξαγωγικό μοντέλο το οποίο, τελικά, είναι πιο αυτάρκες από εκείνο της Γερμανίας.

Ο αναδυόμενος ψυχρός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αναδεικνύει τα όρια του γερμανικού εξαγωγικού μοντέλου. Οι δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις είναι οι μεγαλύτεροι πελάτες των γερμανικών εξαγωγών και η ολοένα αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις τους προοιωνίζεται προβλήματα για το εμπορικό μοντέλο της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης.

Εάν δούμε λοιπόν τα πράγματα υπό το πρίσμα των εμπορικών συναλλαγών, φαίνεται ότι οι αλλαγές στο διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό υποχρεώνουν τη Γερμανία να ενισχύσει την εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά έτσι ώστε να είναι έτοιμη να στρέψει εκεί τις εμπορικές συναλλαγές που ενδεχομένως θα πληγούν από την επιδείνωση στο διεθνές εμπόριο λόγω του ψυχρού πολέμου ΗΠΑ με την Κίνα.

Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία είναι ο καλύτερος πελάτης και με διαφορά των εξαγωγών της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Δανίας και της Φινλανδίας. Η δε Κίνα είναι μεν σημαντικός πελάτης για αυτές, αλλά όχι τόσο όσο για τη Γερμανία. Επομένως, οι χώρες που αντιδρούν στο Ταμείο Ανάκαμψης έχουν τελικά μεγαλύτερη αυτάρκεια και περισσότερη διαφοροποίηση στο εξαγωγικό τους προφίλ.

Οι μεγαλύτεροι πελάτες των εξαγωγών του Βερολίνου (που έφτασαν το εντυπωσιακό 1,5 τρισ. δολάρια το 2018) είναι, κατά σειρά μεγέθους είναι οι ΗΠΑ (που απορροφούν γερμανικές εξαγωγές αξίας 132 δισ. δολαρίων), η Γαλλία (121 δισ. δολάρια), η Κίνα (109 δισ. δολάρια), η Ολλανδία (93 δισ. δολάρια) και η Μεγάλη Βρετανία (93,4 δισ. δολάρια). Οι αριθμοί αυτοί εξηγούν με αρκετή σαφήνεια, γιατί το Βερολίνο είναι ιδιαίτερα προβληματισμένο τόσο από το Brexit όσο και από την διαμάχη μεταξύ των δύο καλύτερων πελατών του, τις ΗΠΑ και την Κίνα, η οποία αργά ή γρήγορα θα την οδηγήσει να διαλέξει στρατόπεδο.

Η Αυστρία είχε εξαγωγές αξίας 176 δισ. ευρώ το 2018, που διοχετεύθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος στη Γερμανία (51 δισ. δολ), Ιταλία (11,3 δισ. δολ), Ελβετία (8,3 δισ. δολ) και τη Γαλλία (7,4 δισ. δολ).

Η Ολλανδία είχε εξαγωγές 550 δισ. δολ. , με τις περισσότερες να έχουν ως προορισμό΄ς τη Γερμανία (111 δισ. δολ), το Βέλγιο-Λουξεμβούργο (71,3 δισ. δολ.), τη Μ. Βρετανία (50,7 δισ. δολ) και τις ΗΠΑ (25,3 δισ. δολ).

Αλλά και οι εξαγωγές αξίας 101 δισ. δολ. της Δανίας το 2018 πήγαν κατά κύριο λόγο στη Γερμανία (15,5 δισ. δολ), τη Σουηδία (11,2 δισ. δολ), τις ΗΠΑ (98,57 δισ. δολ), τη Βρετανία (7,7 δισ. δολ) και τη Νορβηγία (5,7 δισ. δολ).