Πέντε ημερομηνίες –ορόσημα για αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης που θα ανοίξουν τον δρόμο για φτηνότερο δανεισμό, περισσότερη ρευστότητα στην οικονομία και λιγότερη λιτότητα, έχει μπροστά της η νέα κυβέρνηση. Οι προσδοκίες για αλλαγή κυβέρνησης τιμολογούνται ήδη στην αγορά, όπως καταγράφουν η μία μετά την άλλη οι Εκθέσεις μεγάλων επενδυτικών Οίκων, για την επόμενη ημέρα των εκλογών στην Ελλάδα.

Πολλά ίσως κριθούν από τις πρώτες 20 μέρες μόλις, καθώς τότε θα ξεκινήσουν οι αποτιμήσεις για το αποτέλεσμα της κάλπης. Και μέσα στις επόμενες 100 μέρες θα ξεκαθαρίσει αν οι σημερινές προσδοκίες θα δικαιωθούν, ή αν τυχόν θα επισκιαστούν όταν έρθει και ο «λογαριασμός» της διακυβέρνησης Τσίπρα από το Eurogroup και την Κομισιόν, μέχρι τις αρχές Οκτώβρη.

Οι Οίκοι Αξιολόγησης έχουν δώσει ήδη «ραντεβού» για τις επόμενες αξιολογήσεις του ελληνικού δημόσιο χρέους:

– Στις 2 Αυγούστου 2019 θα εκδώσει πρώτος ανακοίνωση ο Οίκος Fitch για την Ελλάδα.

– Στις 23 Αυγούστου θα ανακοινώσουν την αξιολόγησή τους οι Moody’s

– 25 Οκτωβρίου θα αποφανθεί επισήμως ο Οίκος Standard and Poor’s

– Την 1η Νοεμβρίου θα εκδώσει ανακοίνωση ο Οίκος BDRS.

Αυτό λέει ευθέως στην τελευταία έκθεσή της η Bank of America – Merill Lynch: μια βελτίωση στην προοπτική αξιολόγησης, είτε λόγω των αποτελεσμάτων των εκλογών, είτε απλώς λόγω ομαλότερης πρόσβασης στις αγορές, θα αποτελέσει έναυσμα για να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Στην πράξη, αυτό που εμποδίζει την ΕΚΤ να το κάνει, είναι η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας.

Οποιαδήποτε θετική αξιολόγηση ενδέχεται να προκαλέσει προσδοκίες ότι θα καταλήξει σε μια κατάταξη της Ελλάδας στην Επενδυτική Βαθμίδα, για τα επόμενα 2-3 χρόνια. Αυτό, σε συνδυασμό το QE της ΕΚΤ θα μεταβάλει τα ελληνικά spreads.

Αυτό τονίζει όμως στην χθεσινή της έκθεση και η Citi: η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και η επιλεξιμότητά της σε ένα πιθανό νέο QE, πιθανόν να υπόκειται στην επιστροφή της αξιολόγησής της στο investment grade. Ωστόσο προειδοποιεί ότι το περιθώριο για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει ήδη μειωθεί εξαιτίας του προεκλογικού πακέτου μέτρων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που κατά κύριο λόγο αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες και είναι πιθανό να διαβρώσει μέρος του δημοσιονομικού χώρου, εκτός και αν αντιστραφεί από μια νέα κυβέρνηση της ΝΔ.

Μπρα-ντε-φερ στις αγορές

Το στοίχημα συνεπώς για την νέα κυβέρνηση είναι τριπλό:

α) να πείσει να μειώσει τον στόχο για τα πλεόνασμα καθώς διαπιστώνεται δημοσιονομικός εκτροχιασμός λόγω εκλογών,

β) να μετάσχει στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ επί Λαγκάρντ (αφού αποκλείστηκε επί Ντράγκι λόγω της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη)

γ) να προσελκύσει επενδυτές που θα επιλέξουν να αγοράσουν φτηνότερα τα ελληνικά ομόλογα.

Ως προς το τελευταίο, κρίσιμο είναι να πετύχει να αποσπάσει μερίδιο επενδυτών που προτιμούσαν ως τώρα τα Ιταλικά ομόλογα. Καθώς Ελλάδα και Ιταλία προσφέρουν τα υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη (όταν σχεδόν οι μισές χώρες δανείζονται με αρνητικά επιτόκια και οι επενδυτές χάνουν και από το κεφάλαιο που επενδύουν), η χώρα μας έχει μια μοναδική ευκαιρία αμέσως μετά τις εκλογές: με κυβερνητική σταθερότητα μπορεί να τους πείσει να επιλέξουν ελληνικά ομόλογα που έχουν προοπτική αναβάθμισης –έστω και σήμερα βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα στην κατηγορία «σκουπίδια»- αντί για τα ιταλικά που έχουν μεν την επενδυτική βαθμίδα αλλά μπορεί να τη χάσουν, σε τυχόν επικείμενη υποβάθμιση λόγω των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.

Σε συγκριτικό τεστ, η Bank of America καταδεικνύει ότι ήδη από τα τέλη Μαΐου μετά τις ευρωεκλογές, τα ελληνικά ομόλογα κάνουν «ράλι» μειώνοντας τη διαφορά επιτοκίου από τα ιταλικά ή και, στην περίπτωση των 5ετών, μηδενίζοντας και ξεπερνώντας τα σε χαμηλές αποδόσεις.