του Κώστα Τσαούση

Τρία στοιχεία πρέπει να συγκροτούν την λύση για τα “κόκκινα δάνεια” επισημαίνει ο έμπειρος Νίκος Κούλης που σήμερα, μετά από μια επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή στην Ελλάδα και το εξωτερικό είναι διευθύνων σύμβουλος της DECA Investments ΑΕΔΟΕΕ. Η λύση, κατά τον κ. Κούλη: (α) πρέπει να τονίσει και ενθαρρύνει την θέση ότι όταν δανείζεσαι έχεις υποχρέωση να πληρώσεις (κανείς δεν θα επενδύσει σε μια χώρα που ενθαρρύνει την μη εφαρμογή των συμφωνηθέντων), (β) πρέπει να έχει μία εύλογη μείωση των υποχρεώσεων και (γ) πρέπει να είναι εφαρμόσιμη.

Ο κ. Κούλης έχει εργασθεί για 18 χρόνια στην Νέα Υόρκη με τις McKinsey & Co., The First Boston Corporation και Bear Stearns όπου και έφθασε τον βαθμό του Sr. Managing Director. Το 2002 μετακινήθηκε στην Ελλάδα όπου εργάσθηκε για οκτώ χρόνια συμβουλεύοντας ελληνικές εταιρείες σε θέματα εξαγορών, αποεπενδύσεων και αναδιαρθρώσεων, ενώ το 2010 ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντή Επενδύσεων Επιχειρηματικού Κεφαλαίου στην Eurobank. Από τη θέση αυτή έδωσε έμφαση σε επενδύσεις growth capital σε ελληνικές ΜΜΕ. Με ημερομηνία αξίας τον Ιούνιο του 2014, το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων που διαχειρίστηκε είχε ένα IRR 22%.

Έχοντας ολοκληρώσει ένα κύκλο επενδυτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα – σε μια πολύ δύσκολη οικονομικά περίοδο- έχετε «ανακαλύψει» ( με ή χωρίς εισαγωγικά) συγκριτικά πλεονεκτήματα είτε σε μεμονωμένες επιχειρήσεις να πάρει το ρίσκο και να τοποθετήσει κεφάλαια;

Βεβαίως. Έχουμε γνωρίσει εταιρείες που διακρίνονται στον μόνο χώρο που έχει σημασία, την διεθνή αγορά, οι οποίες παράγουν προϊόντα που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από το Γερμανικά ή Αγγλικά ή Ιταλικά. Έχουμε δει εταιρείες που παλεύουν με τις δυσκολίες του Ελληνικού δημοσίου, των capital controls, και της γραφειοκρατίας αλλά επιβιώνουν και ευημερούν δημιουργώντας εξαιρετικά προϊόντα για τους πελάτες τους, αξιόλογες θέσεις εργασίας για τους εργαζομένους και καλά κέρδη για τους μετόχους τους. Σε αυτές τις εταιρείες αξίζει κανείς να επενδύσει και ελπίζουμε σε μερικές από αυτές να επενδύσουμε εμείς.

Η παραγωγική απαξίωση που έχει συντελεσθεί σε ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής ζωής της χώρας εκτιμάται ότι δημιουργεί ευκαιρίες επένδυσης και μέσω αυτών δυνατότητες παραγωγικής ανασυγκρότησης;

Το Diorama δεν εστιάζεται σε προβληματικές αλλά σε υγιείς εταιρείες που χρειάζονται κεφάλαια για να αναπτυχθούν διεθνώς. Η μεγάλη και παρατεταμένη κρίση όμως έχει πράγματι δημιουργήσει ευκαιρίες στις ισχυρότερες εταιρείες είτε λόγω της μείωσης του ανταγωνισμού, είτε λόγω του εξορθολογισμού του κόστους παραγωγής είτε λόγω της δυνατότητας προσέλκυσης αξιόλογων στελεχών.

Πέραν των παραδοσιακών τρόπων σήμερα οι επενδύσεις πρέπει να έχουν και το στοιχείο της παραγωγικής αναδιάρθρωσης και του επιχειρηματικού επαναπροσανατολισμού;

Για να επιβιώσει και να προοδεύσει μια Ελληνική εταιρεία χρειάζεται να είναι ευέλικτη και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της αγοράς. Και αγορά βέβαια είναι η Ευρωπαϊκή ή σε μερικές περιπτώσεις και η παγκόσμια, αγορά. Οι εταιρείες στις οποίες επενδύουμε έχουν επιβιώσει με επιτυχία την μεγαλύτερη κρίση που πέρασε ο τόπος από το 1950 και είναι έντονα εξωστρεφείς. Άρα έχουν κάνει τις περισσότερες αναγκαίες προσαρμογές. Παράλληλα όμως τις βοηθάμε να εξετάζουν κάθε μήνα και κάθε στιγμή πώς μπορούν να γίνονται πιο παραγωγικές, πιο φιλικές προς τον πελάτη με πιο καλά προϊόντα, με άλλα λόγια πιο ανταγωνιστικές.

Η όποια λύση δοθεί στο ζήτημα της διευθέτησης των λεγόμενων «κόκκινων δανείων» θα διαμορφώσει ένα ευνοϊκό πεδίο για νέες επενδύσεις από θεσμικούς επενδυτές;

Τα κόκκινα δάνεια είναι ένας τεράστιος βραχνάς για τις τράπεζες, που τις εμποδίζει να κάνουν το βασικό έργο τους δηλαδή την διοχέτευση των αποταμιεύσεων των καταθετών στις πιο παραγωγικές χρήσεις. Επί πλέον στις περισσότερες περιπτώσεις τα επιχειρηματικά κόκκινα δάνεια αποτελούν μια τεράστια σπατάλη κοινωνικών πόρων. Εργοστάσια και μηχανήματα που σαπίζουν ή υποαπασχολούνται γιατί ανήκουν σε εταιρείες που θα έπρεπε είτε να είχαν αναδιαρθρωθεί είτε πεθάνει έτσι ώστε αυτοί οι πόροι να χρησιμοποιηθούν από ζωντανές υγιείς εταιρείες. Άρα η λύση σε αυτό το θέμα είναι τεράστιας σημασίας.

Αλλά η λύση για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι μια «όποια λύση». Για να μην μακρηγορήσω θα πρέπει, πιστεύω, να περιέχει τρία στοιχεία η σύνθεση των οποίων είναι αναγκαία αλλά και δύσκολη: (α) πρέπει να τονίσει και ενθαρρύνει την θέση ότι όταν δανείζεσαι έχεις υποχρέωση να πληρώσεις (κανείς δεν θα επενδύσει σε μια χώρα που ενθαρρύνει την μη εφαρμογή των συμφωνηθέντων), (β) πρέπει να έχει μία εύλογη μείωση των υποχρεώσεων και (γ) πρέπει να είναι εφαρμόσιμη. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι πρέπει να εξεταστεί σαν σύνολο και όχι αποσπασματικά και επίσης να εξεταστεί με ποιους ανθρώπους και τι δεξιότητες απαιτούνται για να λυθεί πραγματικά και όχι μόνο στα χαρτιά. Εδώ αναφέρομαι στους δικαστές, τραπεζικούς, δικηγόρους, συμβούλους που θα πρέπει να ασχοληθούν με ένα πρωτόγνωρης δυσκολίας και έκτασης πρόβλημα.

Δυο – τρία στοιχεία για την Deca και τη διαδρομή της.

Ζήτησα απο τον κ. Κούλη να γράψει ο ίδιος ένα μικρό κείμενο για την Deca και την μέχρι τώρα διαδρομή της: “Η Deca ξεκίνησε από την συνάντηση δύο πλευρών: από την ομάδα του private equity της Eurobank που έβλεπε στην μέση της κρίσης την μεγάλη ανάγκη και ευκαιρία για ένα fund που θα εστιάζεται σε καλές Ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και την αδυναμία (από κανονιστικής πλευράς) της τράπεζας να χρηματοδοτεί αυτά που θεωρούνται non-core activities. Η άλλη πλευρά ήταν ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος που πίστευε και στην ευκαιρία αλλά και στην «υποχρέωση» των Ελλήνων επιχειρηματιών να βοηθήσουν ουσιαστικά καλές Ελληνικές επιχειρήσεις να επιβιώσουν και να προοδεύσουν και ήθελε να αποτελέσει τον καταλύτη μιας συντονισμένης τέτοιας προσπάθειας

Οι δύο πλευρές συναντήθηκαν από το 2012, συμφώνησαν το 2013 και συγκέντρωσαν την ομάδα στις αρχές του 2014. . Η ομάδα που συγκροτήθηκε αποτελείται από επαγγελματίες με συμπληρωματικές δεξιότητες και εμπειρία: private equity, τραπεζική, διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείριση κεφαλαίων. Αυτό το εύρος εμπειριών αποτελεί, πιστεύουμε, ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Deca.

Η Deca ήταν η πρώτη εταιρεία που πήρε άδεια ΑΕΔΟΕΕ από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς τον Ιούλιο 2014. Τον Σεπτέμβριο 2014 το Diorama Sicar (το fund) εγκρίθηκε από την αντίστοιχη επιτροπή του Λουξεμβούργου και στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ξεκίνησε η πενταετής επενδυτική περίοδος. Η είσοδος επενδυτών τερματίστηκε τον Ιούλιο του 2016 με την είσοδο επι πλέον Ελλήνων και ξένων επενδυτών. Η πρώτη μας επένδυση έγινε τον Οκτώβριο του 2015, η δεύτερη τον Μάρτιο του 2016 και η Τρίτη τον Δεκέμβριο του 2016″.