Τον Ιούνιο και επισήμως η συζήτηση στο Eurogroup για χαλάρωση στα πρωτογενή πλεονάσματα, με βάση την θετική πορεία που καταγράφεται στις εκθέσεις αξιολόγησης της χώρας. Την διαδικασία περιέγραψε την Τετάρτη ο αντιπρόεδρος της  Κομισιόν Βλάντις Ντομπρόβσκις, ανακοινώνοντας στις Βρυξέλλες  την έγκριση της 5ης Αξιολόγησης για την χώρα μας.

«Θα παρουσιάσουμε την Έκθεση αυτή στο επόμενο Eurogroup. Περιμένουμε και τα επιπλέον μέτρα που έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει η Ελλάδα πριν την 6η έκθεση του Μαΐου. Και με βάση την πρόοδο που θα έχει σημειωθεί ως τότε, στο Eurogroup του Ιουνίου ίσως τα κράτη – μέλη να αποφασίσουν τα κέρδη από ελληνικά ομόλογα να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις στην Ελλάδα αντί το δημόσιο χρέος» τόνισε ο κ.Ντομπρόβσκις.

Ωστόσο ο αντιπρόεδρος απέφυγε επιμελώς να μιλήσει ευθέως για μείωση των στόχων (3,5% του ΑΕΠ), μιλώντας μόνον για δημοσιονομικό χώρο από αλλαγή χρήσης στα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα. Αντιθέτως θύμισε πως παραμένουν «αδύναμα στοιχεία», κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα και το υψηλό δημόσιο χρέος.

«Η Ελλάδα πάει πάρα πολύ καλά σε σχέση με τους δημοσιονομικούς της στόχους και είναι στη σωστή πορεία για να τους επιτύχει και εφέτος» τόνισε ο Αντιπρόεδρος Ντομπρόβσκις, απαντώντας σε ερώτηση για τα πλεονάσματα. «Είναι θετική η απόδοση της Ελλάδας, για αυτό και υπάρχουν περιθώρια συζήτησης. Να δούμε δηλαδή μέτρα για να τονωθούν οι Επενδύσεις. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα κέρδη ANF’s και SMP’s, όχι για να μειωθούν οι ανάγκες του χρέους, αλλά για να γίνουν επιπρόσθετες επενδύσεις.

Το να μη μετράνε στο πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό είναι κάτι που οι πιστωτές της Ελλάδας –οι κυβερνήσεις-  θα το αποφασίσουν. Αλλά εμείς ως Κομισιόν, ευχαρίστως θα στηρίξουμε αυτή τη συζήτηση, γιατί σημειώνεται καλή πρόοδος στην Ελλάδα. Όχι μόνο μακροοικονομική, αλλά και στο κόστος χρηματοδότησης του χρέους, γιατί τα επιτόκια στα ελληνικά ομόλογα έχουν πέσει στα ιστορικά πιο χαμηλά επίπεδα».

Ευρύτερα πάντως, ανησυχίες παραμένουν –και όχι μόνο λόγω Κορωνoϊού. Ο Αντιπρόεδρος Ντομπρόβσκις τόνισε πως «ο χρηματοπιστωτικός τομέα της ΕΕ είναι σαφώς σε καλύτερη κατάσταση, με υψηλότερη κεφαλαιακή επάρκεια και χαμηλότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αλλά υπάρχουν αδύναμα στοιχεία», ενώ «παράγων ανησυχίας επιπλέον είναι τα υψηλά επίπεδα χρέους σε ορισμένες χώρες» –μη εξαιρώντας προφανώς και την Ελλάδα.

Η έκθεση θα συζητηθεί στο Eurogroup. Εξηγεί πως υπήρχαν 10 προαπαιτούμενα με ορίζοντα ολοκλήρωσης το τέλος του 2019 και περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του Δημόσιου τομέα, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής πολιτικής, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Μάλιστα επισημαίνεται πως οι ελληνικές “αρχές καταβάλλουν προσπάθειες σε στενή συνεργασία με τα θεσμικά όργανα και επιδιώκουν μέτρα πέρα από τις δεσμεύσεις του Eurogroup στο πλαίσιο της ευρύτερης ατζέντας μεταρρυθμίσεων που προωθούν”.

Για τις μεταρρυθμίσεις , κρίνεται αναγκαίο να παραμείνει η Ελλάδα – μαζί με την Ιταλία και με την Κύπρο – σε καθεστώς “υπερβολικών ανισορροπιών”.

Αναφέρεται στην έκθεση προόδου πως η χώρα “έχει σημειώσει κάποια πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση προβλημάτων που καταγραφόταν στις συστάσεις του 2019”.  Η Επιτροπή επιμένει έτσι στην ενίσχυση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Σημειώνεται ότι πέρυσι για πρώτη φορά η χώρα έλαβε συστάσεις να αναλάβει δράσεις, αφού πριν λειτουργούσε υπό το καθεστώς των Μνημονίων.

Σε ειδικό πίνακα αναφέρονται τα 4 πεδία συστάσεων και η πρόοδος:

1.       Μερική πρόοδος καταγράφεται στο πεδίο της εστίασης της οικονομικής πολιτική σε επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, για την ενεργειακή απόδοση, καθώς και  για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα έργα διασύνδεσης.

2.    Μερική πρόοδος καταγράφεται επίσης στην σύσταση για έμφαση σε πολιτικές επενδύσεων στις ψηφιακές τεχνολογίες.

3.       Μικρή πρόοδος καταγράφεται στην σύσταση για έμφαση σε επενδύσεις στις βιώσιμες μεταφορές και στην εφοδιαστική αλυσίδα.

4.       Μικρή πρόοδος καταγράφεται στην σύσταση για έμφαση σε επενδύσεις στην εκπαίδευση, στις δεξιότητες και στην απασχολησιμότητα.