Το συνέδριο Digital Economy Forum που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΣΕΠΕ) είχε από όλα:

– Είχε μια μελέτη της Deloitte για τον κλάδο και τις προοπτικές του τζίρου του αλλά και τις δυνητικές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις του στο ΑΕΠ της χώρας.

– Είχε τον αρμόδιο εκπρόσωπο της Πολιτείας, τον Υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής Κυριάκο Πιερρακάκη να ξεδιπλώνει το σχεδιασμό της κυβέρνησης σε ένα τομέα που η χώρα θα έπρεπε να είναι ήδη σε φάση προχωρημένης υλοποίησης.

– Είχε και έναν «ελέφαντα στο δωμάτιο» – την υψηλή τιμή για χρήση δεδομένων που χρεώνουν οι εταιρίες κινητής στην Ελλάδα. Ένα ζήτημα που είναι θεμελιώδες και η σημασία του όλο και θα αυξάνεται: όπως δεν έχει νόημα να έχεις αυτοκινητοδρόμους αν τα υψηλά διόδια τους κάνουν απρόσιτους στους πολλούς, έτσι και στην πληροφορική και τις επικοινωνίες: Δεν έχει νόημα να μιλάς για εξάπλωση και πολλαπλασιαστικά οφέλη των νέων τεχνολογιών, αν η αξιοποίησή τους αφορά λίγους, επειδή η τιμολόγησή τους αφήνει τους πολλούς “εκτός”.

Τον ελέφαντα στο δωμάτιο “τον είδε” ο Πρωθυπουργός και τον επεσήμανε στη δική του ομιλία:

Αφού περιέγραψε τους έξι βασικούς στόχους που θα επιχειρήσει να πετύχει η κυβέρνηση στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας είπε πως είναι ανάγκη οι πάροχοι κινητής τηλεφωνίας να αναπροσαρμόσουν προς τα κάτω τις τιμές τους.

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Κυριάκος Πιερρακάκης ζήτησε από τους παρόχους να συνεισφέρουν στην ψηφιακή σύγκλιση της χώρας με φθηνότερα πακέτα δεδομένων

Το πρόβλημα

Το χαρακτηριστικό της Ελλάδας είναι πως είναι μακριά από τον πυρήνα της Ευρώπης, έχει μικρό μέγεθος αγοράς και υψηλή ροπή προς κατανάλωση. Σε αυτές τις συνθήκες είναι υψηλό το ρίσκο ο ανταγωνισμός να μη λειτουργεί με τρόπο που να εξαναγκάζει τις εταιρίες να κρατούν χαμηλά τα τιμολόγιά τους ώστε να προσελκύουν νέους πελάτες και να μη χάνουν παλιούς. Μια μικρή αγορά όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, επιτρέπει μεγαλύτερη ανελαστικότητα στις τιμές.

Αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της αγοράς κινητής τηλεφωνίας. Ίδια χαρακτηριστικά εντοπίζονται και στον τραπεζικό κλάδο, αλλά και σε άλλες αγορές που απορροφούν υψηλό ποσοστό της καταναλωτικής δαπάνης των ελληνικών νοικοκυριών. Είναι χρόνια κριτική όλων των μελετών διεθνών οργανισμών για την Ελληνική οικονομία και τις εγχώριες αγορές.

Το προηγούμενο των τραπεζικών χρεώσεων

Πριν από ένα περίπου μήνα η κυβέρνηση έστρεψε από μόνη της τους προβολείς σε ένα θέμα που απασχολεί ιδιωτικά όλους τους Έλληνες – τις υψηλές χρεώσεις των τραπεζών για προμήθειες και υπηρεσίες. Κάλεσε τις διοικήσεις τους στο Μαξίμου, ζήτησε πιο ρεαλιστικές τιμολογήσεις και καθώς δεν υπήρξε ουσιαστική ανταπόκριση, ανέλαβαν οι ρυθμιστικές αρχές της πολιτείας τη συνέχεια στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Κάτι κινήθηκε μετά από αδράνεια ετών.

Ο πρωθυπουργός δεν είναι ρυθμιστική αρχή – και αυτό το επαναλαμβάνει ανεπίσημα το Μαξίμου με κάθε αφορμή. Αυτό είναι ακριβές. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν μπορεί να επιβάλλει πλαφόν χρεώσεων, δεν μπορεί να συστήνει εμπορικές πολιτικές – και δεν πρέπει. Όμως μπορεί να διατυπώνει με τον πιο βαρύνοντα τρόπο το κοινό αίσθημα – ειδικά σε θέματα ανταγωνισμού που αποδεικνύονται θεμελιώδη για τη λειτουργία της οικονομίας, την παραγωγή καινοτομίας, την οικονομική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα των οικογενειακών προϋπολογισμών. Αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να του το στερήσει κανείς.

Η διακριτική αλλά αιχμηρή παρέμβαση του Μητσοτάκη για τις χρεώσεις δεδομένων αποτελεί καμπανάκι πρωτίστως για τις εταιρίες κινητής. Δεν αποτελεί ανάμιξη στην εμπορική τους πολιτική, απλά βάζει σε λέξεις το πρόβλημα που είναι εντοπισμένο καιρό: Μια χώρα που έχει ανάγκη να καλύψει τάχιστα σημαντική απόσταση στο κομμάτι της πληροφορική;, μια οικονομία που είναι ανάγκη να διασυνδεθεί πλήρως και μέσα από αυτή την ψηφιοποίηση να ζυμωθεί να καινοτομήσει ωστε να αναπτυχθεί με ρυθμούς πάνω του μέσου όρου, χρειάζεται χαμηλό κατώφλι εισόδου στο κομμάτι της τεχνολογίας.

Το πρόβλημα είναι σύνθετο και δεν μπορεί να απλοποιηθεί με όρους «άπληστων εταιρειών» που χρεώνουν υπερβολικά περιθώρια κέρδους για κάτι που δεν έχει ουσιαστικά κόστος (δεδομένα στα smartphones). Η φορολογία στα τιμολόγια των εταιριών κινητής είναι υπερβολικά υψηλή και αυτή είναι αποκλειστικά ευθύνη του κράτους.

Δημιουργεί ελπίδες ωστόσο ότι ο διάλογος για πιο ανταγωνιστικές χρεώσεις σε κομβικούς κλάδους της Ελληνικής οικονομίας έχει ξεκινήσει – από το ανώτατο δυνατό «πόστο», το μέγαρο Μαξίμου. Και είναι ευθύνη όλων των εμπλεκομένων ώστε αυτές οι συζητήσεις να μην εξαντλούνται σε κινήσεις ή αντιδράσεις εντυπωσιασμού, αλλά να εξελίσσονται σε διάλογο ενηλίκων με σαφή αποτελέσματα σε μια αγορά με πιο ανταγωνιστικά περιθώρια κέρδους και πιο ρεαλιστική φορολογία.