Οι συστάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ εστιάζουν στην αναγκαιότητα ανάπτυξης και επενδύσεων ωστόσο υπογραμμίζουν ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος από τα (προεκλογικά) μέτρα της προηγούμενης κυβέρνησης αναμένεται να υπερβεί το 1% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα χρόνια και υπόσχεται επαναξιολόγηση το Φθινόπωρο.

Συγκεκριμένα όπως αναφέρεται στο κέιμενο των συστάσεων του Συμβουλίου της ΕΕ προς τη χώρα μας που δόθηκε πριν λίγες μέρες στη δημοσιότητα κρίσιμης σημασίας είναι η επίτευξη βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης με την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και την διεύρυνση της επενδυτικής πολιτικής σε μια σειρά τομέων.

Συγκεκριμένα το Συμβούλιο της ΕΕ συστήνει στην Ελλάδα να λάβει μέτρα το 2019 και το 2020 προκειμένου:
1. να επιτύχει βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη και να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωομάδας στις 22 Ιουνίου 2018.

2. να επικεντρώσει την επενδυτική οικονομική πολιτική στους τομείς των βιώσιμων μεταφορών και της  εφοδιαστικής, της περιβαλλοντικής προστασίας, της ενεργειακής απόδοσης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των έργων διασύνδεσης, των ψηφιακών τεχνολογιών, της έρευνας και ανάπτυξης, της εκπαίδευσης, των δεξιοτήτων, της απασχολησιμότητας, της υγείας και της ανάπλασης των αστικών περιοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές ανισότητες και την ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής ένταξης.

Όσον αφορά τις διαπιστώσεις για την κατάσταση τηε ελληνικής οικονομίας το Συμβούλιο επαναλαμβάνει την εκτίμηση της Κομισιόν ότι οι ανισορροπίες που εντοπίστηκαν αφορούσαν ιδίως το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και το ακόμη υψηλό ποσοστό ανεργίας. Επιπλέον, οι μεγάλες θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους θα απαιτήσουν πολυετή συνεχή εφαρμογή για να καταστούν πλήρως αισθητά τα οφέλη τους.

Σε γενικές γραμμές, με βάση τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 και, συνεπώς, εξαιρουμένων των νέων μέτρων που θεσπίστηκαν μετά την καταληκτική ημερομηνία τους, η Ελλάδα προβλέπεται να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 2019 και το 2020. Στην ίδια βάση, η Ελλάδα
θεωρήθηκε επίσης ότι συμμορφώνεται με τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5 % του  ΑΕΠ που παρακολουθείται βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας.

Ειδικότερα για τα νέα (προεκλογικά) μέτρα που θεσπίστηκαν πριν τις εκλογές η ακριβής διατύπωση του Συμβουλίου αναφέρει:

Το πρόγραμμα σταθερότητας και οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 δεν περιλαμβάνουν τα νέα μόνιμα μέτρα που ανακοινώθηκαν και εγκρίθηκαν λίγο μετά την ημερομηνία υποβολής και την καταληκτική ημερομηνία, αντιστοίχως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των εν λόγω μέτρων θα υπερβεί το 1,0 % του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη. Εκτιμάται επίσης ότι η έγκριση αυτών των νέων μέτρων θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα, όπως παρακολουθείται βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας και όπως καθορίστηκε με την εκτελεστική απόφαση 2017 /1226.  Επιπλέον, τα νέα μέτρα αναμένεται να μειώσουν το διαρθρωτικό ισοζύγιο, εγείροντας ανησυχίες ως προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020.

Ωστόσο, το φθινόπωρο του 2019, θα πραγματοποιηθεί επαναξιολόγηση που θα περιλαμβάνει αναθεώρηση του εφαρμοστέου δείκτη αναφοράς για τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών το 2020. Παρότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να παραμείνει σε καθοδική πορεία, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους. Αυτό θα πρέπει να επαναξιολογηθεί το φθινόπωρο ως αποτέλεσμα των εν λόγω νεοεγκριθέντων μέτρων.