του Μάριου Ροζάκου

Τρεισήμισι μήνες μετά τη δημοσιοποίηση της πρότασης που επεξεργάστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) για τη δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων, η κυβέρνηση αποφάσισε επιτέλους να την αξιοποιήσει και να την προωθήσει άμεσα προς έγκριση στη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp). Στόχος είναι να εξεταστούν από την DG Comp τόσο η πρόταση της ΤτΕ όσο και το αντίστοιχο σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), να γίνουν τυχόν αναγκαίες προσαρμογές και, εφόσον δοθεί το τελικό πράσινο φως, να δρομολογηθεί η υλοποίηση των δύο αυτών λύσεων μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας συμφώνησαν κατά τη χθεσινή συνάντησή τους στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι τα δύο προτεινόμενα σχήματα μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι συμπληρωματικά και ότι η προώθηση και των δύο είναι προς όφελος των τραπεζών, γιατί θα τους επιτρέψει να επιλέξουν εκείνο που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους. Για τον σκοπό αυτό, αποφασίστηκε να συσταθεί κοινή ομάδα εργασίας, η οποία θα επεξεργαστεί τις τελικές λεπτομέρειες της πρότασης της ΤτΕ, καθώς και το πώς μπορεί να «κουμπώσει» με το σχέδιο του ΤΧΣ για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, το οποίο υιοθετήθηκε από το υπουργείο Οικονομικών και έχει ήδη σταλεί προς έγκριση στην DG Comp. Η απάντηση της Κομισιόν αναμένεται περί τα μέσα Απριλίου.
 
Η πρόταση της ΤτΕ έχει τρία σημαντικά πλεονεκτήματα: (α) βασίζεται στον αναβαλλόμενο φόρο, που έχει εγκριθεί από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν, (β) αξιοποιεί με δημιουργικό τρόπο τον αναβαλλόμενο φόρο, που θεωρείται χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο και ο οποίος με την εφαρμογή του σχεδίου θα περιοριστεί από το 57% στο 30% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, (γ) επιτρέπει πολύ μεγάλη και ταχεία μείωση του στοκ των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία μπορεί να φθάσει τα 40 δισ. ευρώ –ύψος διπλάσιο, σε σύγκριση με την πρόταση του ΤΧΣ–, ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των συστημικών τραπεζών θα παραμείνουν διψήφιοι.
 
Τα βασικά σημεία του σχεδίου της ΤτΕ
 
Το σχέδιο της κεντρικής τράπεζας προβλέπει να συσταθεί μια εταιρία ειδικού σκοπού (SPV), στην οποίο θα μεταβιβαστούν 7,4 δισ. ευρώ(περίπου 50%) από τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών και θα αγοράσει περίπου 50% των «κόκκινων» δανείων στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Θα ακολουθήσει νομοθετική ρύθμιση, που θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση του SPV έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής. Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, το SPV θα προχωρήσει σε έκδοση τριών τάξεων ομολόγων (senior, mezzanine, junior/equity). H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή της καθεμιάς που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το Ελληνικό Δημόσιο.
 
«Το σχέδιο της ΤτΕ είναι πιο ριζοσπαστικό από εκείνο του ΤΧΣ, από απόψεως απόλυτου επιπέδου μείωσης των επισφαλών χρεών, ενώ στοχεύει να αντιμετωπίσει το αντισυμβατικό κεφαλαιουχικό πλαίσιο της Ελλάδας, που είναι απαγορευτικό για την επιταχυνόμενη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων», σχολίασε η Morgan Stanley σε χθεσινό σημείωμά της.
 
Η πρόταση του ΤΧΣ
 
Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα σημείωσε ότι «το σχέδιο του ΤΧΣ έχει υποβληθεί προς έγκριση στην DG Comp από τις ελληνικές αρχές, με τους ενδιαφερόμενους να είναι αισιόδοξοι ότι η έγκριση θα μπορούσε να εξασφαλιστεί εντός δύο μηνών», αλλά πρόσθεσε πως «η ευρωπαϊκή υπογραφή δεν είναι εγγυημένη».
 
Η πρόταση του ΤΧΣ βασίζεται στην τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους έως 20 δισ. ευρώ με κρατική εγγύηση και στη δημιουργία Εταιριών Ειδικού Σκοπού (Asset Protection Schemes, APS) από τις τράπεζες. Το Δημόσιο θα εγγυάται το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς μεταξύ των προβλέψεων που καλύπτουν τα δάνεια και της τιμής αγοράς στην οποία θα αγοραστούν, προκειμένου να περιοριστεί η ζημιά για τις τράπεζες. Οι εγγυήσεις του Δημοσίου υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν στα 5-6 δισ. ευρώ και το ποσό αυτό θα μπορούσε να αντληθεί από το «μαξιλάρι» διαθεσίμων. Το κρίσιμο είναι να μη θεωρηθούν από την DG Comp οι εγγυήσεις ως κρατική ενίσχυση. Η κυβέρνηση προσδοκά ότι αυτό μπορεί να αποφευχθεί, επειδή το συγκεκριμένο μοντέλο μείωσης των «κόκκινων» δανείων έχει εφαρμοστεί στην Ιταλία. Εντούτοις, το γεγονός ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους απέχει 3-6 σκαλοπάτια από την επενδυτική βαθμίδα καθιστά την περίπτωση της χώρας μας πιο σύνθετη σε σύγκριση με της γείτονος.
 
Η υλοποίηση των δυο σχεδίων μπορεί να οδηγήσει τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) κάτω από το 10%, έναντι περίπου 47,8% (ή 88,9 δισ. ευρώ) τον περασμένο Ιούνιο.

Το μέτωπο του νόμου Κατσέλη

Αναπόσπαστο κομμάτι της αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων είναι η διαμόρφωση του πλαισίου που θα διαδεχθεί τις διατάξεις του νόμου Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς. Το μέτωπο αυτό, που αποτελεί και το πιο κρίσιμο θέμα της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, παραμένει ανοιχτό, καθώς η κυβέρνηση έστειλε μεν τις νεότερες προτάσεις της στους δανειστές, αλλά οι τελευταίοι συνεχίζουν να εντοπίζουν κενά, όπως θα επισημαίνεται στη δεύτερη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που θα δημοσιοποιήσει αύριο, Τετάρτη η Κομισιόν.
 
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θεωρούν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στις κυβερνητικές προτάσεις «παράθυρα» για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Για παράδειγμα, ζητούν να προβλεφθούν όχι μόνο εισοδηματικά αλλά και περιουσιακά κριτήρια (καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα, εισπραττόμενα ενοίκια, άλλα ακίνητα κ.λπ.) ένταξης στο νέο πλαίσιο προστασίας. Η κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή έχει ήδη καθυστερήσει, καθώς η παράταση του νόμου Κατσέλη λήγει μεθαύριο Πέμπτη και από 1ης Μαρτίου θα έπρεπε να τεθεί σε ισχύ το νέο πλαίσιο.