Οι αισιόδοξες δηλώσεις του Γερούν Ντάισελμπλουμ για «καθαρή έξοδο» της Ελλάδας από το μνημόνιο προκάλεσαν ικανοποίηση στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς συμπίπτουν με τον βασικό πολιτικό στόχο της.

Ωστόσο, κοινοτικοί παράγοντες που παρακολουθούν τις εξελίξεις από κοντά σημείωναν ότι πίσω από την καθησυχαστική αυτή εικόνα που χτίζεται καλύπτει δύο σημαντικές λεπτομέρειες οι οποίες συνθέτουν μια διαφορετική πραγματικότητα.

Η πρώτη είναι ότι το ευρωσύστημα επιδιώκει να τρέξει τα πράγματα για την Ελλάδα (αξιολόγηση) γρήγορα και ομαλά, όσο δεν υπάρχει η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο, αφού όταν συγκροτηθεί η τελευταία είναι πολύ πιθανό ότι οι προγραμματικές δεσμεύσεις των κομμάτων θα έχουν δημιουργήσει ένα πιο δύσκολο πλαίσιο για τη χώρα μας.

Και αυτό είναι κάτι που ουδείς επιθυμεί αυτή τη στιγμή, διότι οι γερμανικές εκλογές άνοιξαν δεκάδες πιθανά άλλα προβλήματα σχετικά με τις ισορροπίες στην ευρωζώνη, οπότε δεν υπάρχουν περιθώρια για διαχείριση νέας κρίσης με τη χώρα μας.

Το δεύτερο σημείο, σχετίζεται με την επόμενη ημέρα μετά τη λήξη του μνημονίου.

Όλοι όσοι έχουν δουλέψει τα νούμερα της Ελλάδας είναι κατηγορηματικοί: Η έξοδος της χώρας στις αγορές δεν συμφέρει ούτε την ίδια ούτε τους δανειστές, αφού το κόστος του χρήματος θα αυξηθεί και θα φτάσει στην καλύτερη περίπτωση γύρω στο 3%, από περίπου 1% που είναι το επιτόκιο του ESM που δανείζει τη χώρα.

Το πρόσθετο κόστος θα βαρύνει τον ελληνικό προϋπολογισμό, αλλά και τα νούμερα του χρέους, επιβαρύνοντας τη λεγόμενη βιωσιμότητα με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ανάγκη ελάφρυνσης -και το κόστος της για τους δανειστές.

Το ζήτημα, όμως, είναι ότι ουδείς στην Ευρώπη είναι διατεθειμένος να πάει στο κοινοβούλιο και να συζητήσει παράταση του προγράμματος και τη χορήγηση νέων δανείων. Ιδιαίτερα μετά τις γερμανικές εκλογές ένα τέτοιο σενάριο είναι καθαρή επιστημονική φαντασία.

Χώρια που όλοι θέλουν να «πουλήσουν» μια ιστορία επιτυχίας με την Ελλάδα, αντί να παραδεχτούν ότι τόσα χρόνια τώρα διαχειρίζονται μια αδιέξοδη κατάσταση.

Γ. ΣΩΖΟΣ
george.sozos01@gmail.com