«Αυτό είναι επιστροφή στην κανονικότητα». Με αυτή τη δήλωση άνοιξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, την 91η γενική συνέλευση των μετόχων, την πρώτη με φυσική παρουσία μετά από μία τριετία. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2024, σε 2,3%, ενώ ο γενικός πληθωρισμός θα υποχωρήσει κι άλλο, στο 2,8%.

Στο δημοσιονομικό πεδίο η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθει περαιτέρω σε 152,3%. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικους όρους για πρώτη φορά από το 2019.

“Το 2024 θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωνεται σταδιακά και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας, αναφορικά με τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικου τομέα, προσθέτοντας πως ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά. “Στη συνέχεια η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων θα επιδράσει θετικά”, εξήγησε.

Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού παρά τις θετικές επιδόσεις της οικονομίας

Ακόμη, ο κ. Στουρνάρας έστειλε μήνυμα επαγρύπνησης για την οικονομία παρά τις θετικές της επιδόσεις, καθώς όπως ανέφερε συγκεκριμένα, «παρά τις συνεχείς θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την εμπέδωση δημοσιονομικής επίγνωσης στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».

Και τούτο διότι όπως εξήγησε, παρόλο που τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα, είναι ακόμη μεγάλη η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να συγκλίνει η πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδος προς το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.

Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής που να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, μεσοπρόθεσμο ορθολογικό σχεδιασμό και μετρήσιμους στόχους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι επίσης η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως αυτών που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών και την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

«Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει τον μετασχηματισμό της οικονομίας της, συγκλίνοντας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η ομιλία του κ. Στουρνάρα:

Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας

Στην επίτευξη ικανοποιητικου ρυθμού αναπτυξης, τη δημοσιονομική σύνεση και την επαγρυπνηση των τραπεζων παρά τη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη εστίασε ο διοικητής της ΤτΕ, παρουσιαζοντας τις προτάσεις πολιτικής. Με βάση την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος, η ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των οικονομιών απαιτεί την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένους όρους ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργείται το απαραίτητο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας. Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων.

Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών. Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει στη σχετική έκθεση η ΤτΕ:

«Η φετινή χρονιά έχει ιδιαίτερη σημασία για τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, καθώς συμπληρώνονται 25 χρόνια από τη δημιουργία του ευρώ, που αποτέλεσε αναμφισβήτητα το σημαντικότερο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στη διάρκεια αυτής της 25ετίας, η ενιαία νομισματική πολιτική βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις. Ωστόσο, η εμπειρία που αποκτήθηκε είναι εξαιρετικά πολύτιμη και προσφέρει σημαντικά διδάγματα, τα οποία καλούμαστε να αξιοποιήσουμε ως ανάχωμα σε τυχόν μελλοντικές κρίσεις. Σε έναν κόσμο που πλήττεται από αλλεπάλληλες διαταραχές από την πλευρά της
προσφοράς, κυρίως λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, μια βασική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής είναι η αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.

Σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία το προηγούμενο έτος σηματοδοτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Οι θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων, καταδεικνύουν την αξιοπιστία των πολιτικών που υιοθετήθηκαν και την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε αρνητικές διαταραχές.

Δείτε την έκθεση ΕΔΩ

Το γεγονός ότι χρειάστηκαν 13 χρόνια για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής είναι κρίσιμοι παράγοντες που ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν. Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική σταθερότητα, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι δημόσια αγαθά και πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού, ειδικά στην Ελλάδα που μόλις πριν λίγα χρόνια εξήλθε από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της.

Το δεύτερο εξάμηνο του 2023 τρεις εκ των τεσσάρων οίκων αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από το Ευρωσύστημα αναβάθμισαν την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντικό ορόσημο που σηματοδοτεί την αναγνώριση της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια και της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και την αυξημένη αβεβαιότητα. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσαν οι σταθερά βελτιούμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, υποστηριζόμενες από θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά και η εκτίμηση των οίκων ότι το σαφές αποτέλεσμα των εκλογών οδήγησε σε πολιτική σταθερότητα με προοπτικές συνέχισης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του 2023 αναπτύχθηκε με επιβραδυνόμενο αλλά ικανοποιητικό ρυθμό 2%, σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν κυρίως οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις.

Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά στο 4,2%, χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Ωστόσο, ο πυρήνας του πληθωρισμού ακολούθησε αυξητική πορεία και έφθασε στο 5,3% το 2023, παρά το γεγονός ότι από τα μέσα του έτους παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωσή του.

Η αγορά εργασίας συνέχισε τη δυναμική της πορεία, αν και με πιο ήπιους ρυθμούς, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 11,1%. Πάντως, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ενώ οι επιχειρήσεις σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας δυσκολεύονται να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους, παρά τη σημαντική αύξηση των μισθών το 2023.

Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση των προηγούμενων ετών, εμφάνισε ενδείξεις στασιμότητας ή και ελαφράς υποχώρησης το 2023, μέσα σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον για το διεθνές εμπόριο. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνέχισε να βελτιώνεται, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ λιγότερο στην Ελλάδα από ό,τι στην ευρωζώνη. Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος στους σχετικούς σύνθετους δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την προηγούμενη περίοδο (2020-22). Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε τομείς όπως η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023 στο 6,3% του ΑΕΠ. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κατά κύριο λόγο: (1) η βελτίωση του ισοζυγίου καυσίμων και λοιπών αγαθών, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των διεθνών τιμών των ενεργειακών αγαθών, και (2) η αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών, λόγω της δυναμικής του τουρισμού.

Οι ξένες άμεσες επενδύσεις κατέγραψαν χαμηλότερες ροές το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας κυρίως: (1) την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, (2) τα υψηλά επιτόκια, (3) το υψηλό ενεργειακό κόστος, (4) την περιορισμένη συμμετοχή ξένων κεφαλαίων σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων στη χώρα και (5) τη στασιμότητα που αποτυπώνεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία το 2023 προσδιόρισαν τις εξελίξεις σχετικά με τα ελληνικά αξιόγραφα. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, το spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού μειώθηκε σημαντικά το 2023, αρκετά χαμηλότερα από το αντίστοιχο spread του ιταλικού ομολόγου.

Ως προς την αγορά μετοχών, ο δείκτης του ελληνικού χρηματιστηρίου κατέγραψε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη, ενώ επίσης παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση του μέσου ημερήσιου όγκου συναλλαγών. Οι τάσεις αυτές συνδέονται κυρίως με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, καθώς και την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών.

Τραπεζικά επιτόκια

Τα τραπεζικά επιτόκια συνέχισαν να αυξάνονται κατά το 2023, σε συνέπεια με την αυστηροποίηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Τα επιτόκια χορηγήσεων αυξήθηκαν περισσότερο στα επιχειρηματικά δάνεια (+230 μ.β.) (εν μέρει λόγω του ότι είναι ως επί το πλείστον κυμαινόμενα) και σε μικρότερο βαθμό στα δάνεια προς τα νοικοκυριά (καταναλωτικά δάνεια: +78 μ.β., στεγαστικά δάνεια: +96 μ.β.). Και για τους δύο τομείς πάντως, η αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα ήταν ηπιότερη από ό,τι κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη. Αύξηση κατέγραψαν και τα επιτόκια καταθέσεων το 2023, ιδιαίτερα στις καταθέσεις προθεσμίας (+160 μ.β.). Ο μικρός βαθμός ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στις καταθέσεις προθεσμίας οφείλεται και στις πολύ ικανοποιητικές συνθήκες ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες. Ως εκ τούτου, για πρώτη φορά από το 2003, το επιτόκιο προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα διαμορφώνεται, από τα μέσα του 2022, σε επίπεδο χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο της ευρωζώνης.

Ο ετήσιος ρυθμός της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα συνολικά επιβραδύνθηκε το 2023, μετά από σημαντική επιτάχυνση το 2022. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τη βραδύτερη αύξηση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις και την εντονότερη μείωση των στεγαστικών δανείων προς τα νοικοκυριά, καθώς η άνοδος των τραπεζικών επιτοκίων και η υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας είχε αρνητική επίδραση στη ζήτηση νέων χορηγήσεων. Αντίθετα, ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων επιταχύνθηκε, σε συνέπεια με την ανοδική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα εξακολούθησαν να ενισχύονται, με ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με το 2022, καταγράφοντας μετατόπιση από τις καταθέσεις μίας ημέρας προς τις προθεσμιακές καταθέσεις. Οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά €5,8 δισεκ. το 2023 και το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε σε €194,8 δισεκ., το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2011. Η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των καταθέσεων οφείλεται, για τα μεν νοικοκυριά, στο χαμηλότερο ρυθμό αύξησης του πραγματικού εισοδήματός τους το 2023 (σε σύγκριση με το 2022) και στις υψηλές καταναλωτικές δαπάνες τους, δεδομένου και του πληθωρισμού, για τις δε επιχειρηματικές καταθέσεις, στη μείωση της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

Βελτίωση στα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών

Το 2023 τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκαν. Αναλυτικότερα:

  • Η κερδοφορία ενισχύθηκε σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, αλλά και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
  • Οι δείκτες ρευστότητας ενισχύθηκαν, παραμένοντας υψηλότεροι από αυτούς των τραπεζών της ευρωζώνης, παρά τη μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα.
  •  Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βελτιώθηκαν, παραμένοντας όμως χαμηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
  • Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε περαιτέρω, αλλά το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Συνολικά, το ευνοϊκό εγχώριο περιβάλλον διευκολύνει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις προκλήσεις. Η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία οδήγησαν στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές και κατ’ επέκταση τις διευκολύνει να καλύψουν την Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).

Αποεπένδυση ΤΧΣ

Το 2023 χαρακτηρίστηκε επίσης από την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών, με την έλευση αξιόπιστων θεσμικών επενδυτών μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Το γεγονός αυτό αντανακλά την πρόοδο του τραπεζικού τομέα στην αντιμετώπιση αδυναμιών του παρελθόντος και σηματοδοτεί την επάνοδο του κλάδου στην κανονικότητα. Παράλληλα, διευκολύνει την πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, καθώς και τη χρηματοδότηση υγιών επενδυτικών σχεδίων, ενώ αναδεικνύει την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Σημειώνεται ότι η συγκυρία της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες με επιτυχείς όρους ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή, λόγω του θετικού επενδυτικού κλίματος που επικρατεί για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, παρά το περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας και ενισχυμένων γεωπολιτικών κινδύνων.

Τέλος, όπως συμπεραίνεται στην έκθεση, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξαρτώνται άμεσα από την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωζώνης και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος σε μελλοντικές διαταραχές. Οι σημαντικές προκλήσεις ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα απαιτούν γρήγορα βήματα μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Απαιτείται επομένως επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς και καλύτερος συντονισμός των πολιτικών. Η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης (μέσω της δημιουργίας και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων) και η διαμόρφωση στρατηγικής προς μια Δημοσιονομική Ένωση είναι προτεραιότητες για την ευημερία της Ευρώπης και των πολιτών της. Η περαιτέρω καθυστέρηση στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης θα οδηγήσει σε περιθωριοποίηση της περιοχής και στην απώλεια ευημερίας για τους πολίτες της. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δράσουν εγκαίρως, με αποφασιστικές, ισορροπημένες και καλοσχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο της ευρωζώνης, σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίων παραχωρήσεων.

Διαβάστε ακόμη      

ΕΝΦΙΑ: Διορθώσεις -εκ των υστέρων- στα εκκαθαριστικά και πληρωμή με έως 24 δόσεις

Στη Βουλή η «κόντρα» για την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες – Τα έσοδα για το Δημόσιο και οι επόμενες κινήσεις

Νίκος Μπουφίδης (Bennett): Αγόρασε το ακίνητο της πρώην ELMEC από τη Folli Follie

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ