Της Στεφανίας Σούκη

«Η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και η αργή απονομή της δικαιοσύνης, με δικαστικές αποφάσεις που μπορεί να ακυρώσουν μετά από καιρό τον αρχικό σχεδιασμό είναι οι δύο λόγοι, σημαντικότεροι ακόμη και από τη φορολογία, για τους οποίους δεν έχουμε δεί ακόμη να υλοποιούνται μεγάλες επενδύσεις στον τουρισμό».

Αυτό ανέφερε μεταξύ άλλων χθές ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, κ. Γιάννης Ρέτσος, κάνοντας τον απολογισμό της φετινής, θετικής χρονιάς από πλευράς αφίξεων για τον κλάδο, ο οποίος πάντως αντιμετωπίζει σειρά προκλήσεων που έχουν να κάνουν με την ανταγωνιστικότητα λόγω της υψηλής φορολογίας, την επιβολή του νέου τέλους διαμονής, τις γεωπολιτικές συνθήκες στην περιοχή, αλλά και το θέμα της ρύθμισης των βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων. Δεδομένου του υψηλού αριθμού των αφίξεων, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ ανέφερε ότι τα έσοδα θα προσεγγίσουν τα 14,5 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο ήταν η αρχική πρόβλεψη του Συνδέσμου πρίν το άνοιγμα της φετινής θερινής σεζόν.

Για το θέμα πάντως των επενδύσεων, το γεγονός της καθυστέρησης του νέου Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου, για το οποίο πιθανότατα μπορεί να χρειαστoύν ακόμη ενάμιση με δύο χρόνια με τον κλάδο τελικά να στηρίζεται στα περιφερειακά χωροταξικά, συνεπάγεται περαιτέρω καθυστερήσεις σε έναν τομέα όπου υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις:

«Προσπαθούμε να σχεδιάσουμε τον προγραμματισμό της επόμενης δεκαετίας. Δεν είναι δυνατόν οι επενδύσεις που θα καθορίσουν το μέλλον του ελληνικού τουρισμού να μην βασίζονται σε ένα ξεκάθαρο χωροταξικό σχέδιο για το οποίο ως ΣΕΤΕ έχουμε κάνει συνεχείς παρεμβάσεις. Το ξεκάθαρο χωροταξικό πλαίσιο και τα θέματα που σχετίζονται με δικαιοσύνη είναι τα δύο σημαντικότερα ζητήματα για τις επενδύσεις, ακόμη σημαντικότερα και από την υψηλή φορολογία: Οι ξένοι επενδυτές γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα οι φορολογικοί συντελεστές είναι υψηλοί, ωστόσο τους προβληματίζει περισσότερο το γεγονός ότι δεν ξέρουν πώς και πού μπορούν να σχεδιάσουν την επένδυσή τους, η οποία ενδέχεται να μπλοκάρει στη συνέχεια, να καθυστερήσει ή ακόμη και να ακυρωθεί από τη δικαιοσύνη».

Τα κόκκινα δάνεια του κλάδου

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ αναφέρθηκε και στα κόκκινα δάνεια του κλάδου, στεκόμενος στο γεγονός ότι ο κλάδος, αντίθετα με όσα λέγονται, δεν είναι υπερδανεισμένος. «Μιλάμε για έναν κλάδο με συνεισφορά κοντά στο 20% στο ΑΕΠ. Από το σύνολο των περίπου 100 δισ. ευρώ των επιχειρηματικών δανείων τα τουριστικά δάνεια δεν ξεπερνούν τα 8 δισ. ευρώ, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο σύνολο του τουρισμού είναι κάτω από 3 δισ. ευρώ και με πολύ συγκεκριμένες κινήσεις μπορεί να πέσουν ακόμη παρακάτω. Δεν υπάρχει πρόβλημα χρεοκοπίας του τουρισμού, υπάρχει όμως θέμα βιωσιμότητας σε πολλές επιχειρήσεις και μέχρι πρότινος οι τράπεζες είχαν μία δυσλειτουργία στο να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις, ενώ τώρα γίνεται μία προσπάθεια για συζήτηση με τους ιδιοκτήτες ώστε να υπάρξει μία συμφωνία ρύθμισης. Στο χώρο του τουρισμού, θεωρώ ότι δεν έχουμε δει κραυγαλέες περιπτώσεις επιχειρήσεων που αλλάζουν χέρια παρά τη θέληση του ιδιοκτήτη».

H πορεία του κλάδου

Ο κ. Ρέτσος χαρακτήρισε το 2017 ως μία επιτυχημένη χρονιά, με αύξηση αφίξεων και εσόδων, ενώ οι πρώτες ενδείξεις για το νέο έτος είναι επίσης θετικές όπως προκύπτει από τα νούμερα που έρχονται από τις πιο ώριμες αγορές αλλά και τον προγραμματισμό των αεροπορικών εταιρειών. «Ο πρόδρομος δείκτης του κλεισίματος θέσεων από τις αεροπορικές για το επόμενο έτος παραπέμπει σε μία αύξηση 4% των αεροπορικών θέσεων για το 2018 σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2016- οπότε υπήρχε ήδη αύξηση 19%, η οποία τελικά κατέληξε στο +8% περίπου για τη θερινή σεζόν του 2017. Στα θετικά είναι και οι προβλέψεις για βελτίωση της παγκόσμιας οικονομίας, όπως και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος προβλέπεται να κινηθεί θετικά στις βασικές χώρες για τον ελληνικό τουρισμό».

Στα αρνητικά στοιχεία και τις προκλήσεις του 2018 ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ ανέφερε ως ερωτηματικό τη γεωπολιτική ρευστότητα και την ανασφάλεια γενικότερα στις ευρωπαϊκές αγορές, με το σκεπτικό ότι πάνω απ’ όλα «ο τουρισμός αποτελεί ψυχολογία», ενώ μείζον ζήτημα που απασχολεί τον κλάδο παραμένει το θέμα της ανταγωνιστικότητας.
«Η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού προϊόντος έχει να κάνει με δύο παράγοντες την τιμή και τον συντελεστή του ΦΠΑ που είναι 7-8% μονάδες μεγαλύτερος σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας και τον φόρο διαμονής που θα ισχύσει από το νέο έτος, παρά τις προσπάθειες που κάναμε. Ο φόρος μπορεί να μην έχει μεγάλες επιπτώσεις τις περιόδους αιχμής του καλοκαιριού, ωστόσο ο αντίκτυπος είναι σοβαρός κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων μηνών π.χ. σε αστικούς και ημιορεινούς προορισμους, όπου η ποσοστιαία επιβάρυνση μπορεί να φθάσει ακόμη και το 6% σε σχέση με τη μέση τιμή». Οι τουριστικοί φορείς εκφράζουν το φόβο στο σημείο αυτό ότι όχι μόνο δε θα ωφεληθούν τα δημόσια έσοδα, αλλά θα χάσει το δημόσιο και από το ΦΠΑ από τις επιχειρήσεις που θα προσπαθήσουν να μην καταβάλλουν τελικά το φόρο διαμονής.

Για το θέμα των «γκρίζων» μισθώσεων τουριστικών κατοικιών, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ ανέφερε ότι πρόκειται για μία παγκόσμια τάση, με αυξανόμενους ρυθμούς σε παγκόσμιο επίπεδο επομένως «θα πρέπει μεν να την αποδεχθούμε αλλά συγχρόνως να τη ρυθμίσουμε ώστε να μην είναι γκρίζα δραστηριότητα και να μην λειτουργεί αθέμιτα έναντι των επιχειρήσεων που λειτουργούν νόμιμα. Ξεκινά μία διαδικασία ρύθμισης που είναι θετική αλλά είμαστε πολύ μακριά από το να δοθεί λύση στο θέμα: Καταρχήν περιμένουμε να δούμε την Κοινή Υπουργική Απόφαση και κυρίως το πώς θα δίνονται τα στοιχεία των ιδιοκτητών από τις πλατφόρμες, κάτι στο οποίο δε φαίνεται να έχει βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών. Εχουμε μία πολύ ασθενή ρύθμιση, χωρίς καθορισμένο τρόπο ελέγχου και ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς».

Ο κ. Ρέτσος αναφέρθηκε στο θέμα της αύξησης του αποτυπώματος του τουριστικού κλάδου στην ελληνική οικονομία, που θα επιτευχθεί μέσω της διασύνδεσής του με άλλους τομείς, ώστε να ξεφύγει το ελληνικό τουριστικό προϊόν από το παραδοσιακό «Ηλιος και Θάλασσα»: «Πρέπει να περάσουμε σε εμπλουτισμό προϊόντων και να απευθυνθούμε και σε άλλα τμήματα αγορών, ώστε να αυξήσουμε τα έσοδα και το αποτύπωμα. Στεκόμενοι απλώς σε πόσα εκατομμύρια παραπάνω τουρίστες είναι ένα δείγμα επιτυχίας, αλλά είναι μονοδιάσταστο και δεν είναι …απόλυτη επιτυχία. Ο εμπλουτισμός λοιπόν θα επέλθει αν διασυνδέσουμε τον κλάδο με άλλους τομείς, όπως η γαστρονομία και ο πολιτισμός που είναι οι δύο πιο ώριμοι τομείς με τους οποίους υπάρχει μεν διασύνδεση, ωστόσο αυτή δεν έχει γίνει με στρατηγική και συστηματοποίηση ώστε