Απόφαση – χαστούκι για τους περίπου 17.000 συνταξιούχους της Εθνικής Τράπεζας, οι οποίοι από το 2017 έχουν σταματήσει να λαμβάνουν την επικουρική σύνταξή τους, ως συνέπεια της παύσης της χρηματοδότησης από την τράπεζα, εξέδωσε ο Άρειος Πάγος.

Ειδικότερα, μετά την απευθείας αίτηση αναίρεσης που είχε ασκήσει η ΕΤΕ «πιλοτικά», προκειμένου να υπάρξει άμεση δικαστική κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς της τράπεζας. Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από την προσφάτως εκδοθείσα υπ’ αριθμόν 1238/2020 απόφαση του Β1 πολιτικού τμήματος, η τράπεζα ουδέποτε είχε αναλάβει την υποχρέωση να καλύπτει τα ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ (Λογαριασμός Επικούρησης Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας) ούτε είχε εγγυηθεί το ύψος των ποσών των καταβαλλομένων επικουρικών συντάξεων και ότι η μόνη υποχρέωση που έχει συνίσταται στην καταβολή των εργοδοτικών εισφορών της.

«Με τις ανωτέρω κρίσεις του ο Άρειος Πάγος δικαιώνει την ΕΤΕ ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ρητής επιφύλαξης της τράπεζας περί αποκλεισμού κάθε δέσμευσής της για το μέλλον ως προς τη χρηματοδότηση του ΛΕΠΕΤΕ», σχολιάζουν στο newmoney αρμόδιες πηγές.

Οι νομικοί εκπρόσωποι των συνταξιούχων, πάντως, σημειώνουν πως οι ανέλεγκτες αναιρετικά και νομικές και ουσιαστικές κρίσεις της πρωτοβάθμιας απόφασης που είναι κρίσιμες για την υπόθεση δεν ανατράπηκαν από την απόφαση του Αρείου Πάγου.

«Η πρωτοβάθμια απόφαση αναιρέθηκε για δύο μόνο λόγους: Για ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά στις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων με την ΕΤΕ και διότι δεν προκύπτει από αυτήν ότι έλαβε υπόψη και αξιολόγησε δύο ανακοινώσεις της ΕΤΕ προς το προσωπικό της», τονίζουν χαρακτηριστικά και συνεχίζουν: «Πέραν από την αναπόφευκτη ‘ταλαιπωρία’ που ενέχει για τους εντολείς μας, με την παραπομπή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όχι μόνο τίποτε δεν έχει χαθεί, αλλά αντιθέτως έχουν επικυρωθεί σημαντικές πρωτόδικες κρίσεις».

Το χρονικό της υπόθεσης

Από το 1949 μέχρι το 2017 οι συνταξιούχοι της Εθνικής εισέπρατταν μηνιαία παροχή μέσω του ΛΕΠΕΤΕ, τον οποίον τροφοδοτούσαν υψηλές κρατήσεις στις αποδοχές του προσωπικού και αντίστοιχη εισφορά της ΕΤΕ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι από το 2005 οι νέοι υπάλληλοι της ΕΤΕ δεν εντάσσονται στον ΛΕΠΕΤΕ, αλλά στο σύστημα επικουρικής ασφάλισης των λοιπών μισθωτών (τότε ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, νυν ΕΤΕΑΕΠ), προέκυψε πρόβλημα με την καταβολή των επίμαχων επικουρικών.

«Ενώ η παροχή τα τελευταία έτη ανερχόταν για κάθε συνταξιούχο σε ένα ποσό της τάξεως των 600 ευρώ τον μήνα και για την κάλυψη των απαιτήσεων από την παροχή αυτή όλων των συνταξιούχων της ΕΤΕ απαιτείτο ποσό της τάξεως των οκτώ εκατ. ευρώ τον μήνα, τον Οκτώβριο του 2017 τα αποθεματικά του ΛΕΠΕΤΕ είχαν απομειωθεί στα 2,5 εκατ. ευρώ. Η ΕΤΕ, λοιπόν, αντί να αποφασίσει και πάλι, όπως αναμενόταν, την ενίσχυση του λογαριασμού από τα κεφάλαιά της και τη διατήρηση επαρκών αποθεματικών, ώστε να συνεχισθεί απρόσκοπτα η καταβολή της παροχής επικούρησης, αποφάσισε να παύσει να ενισχύει τον λογαριασμό και να διακοπεί εντελώς η παροχή στους συνταξιούχους της, ματαιώνοντας την δικαιολογημένη πεποίθησή τους ότι θα εξακολουθήσουν διά βίου να λαμβάνουν την παροχή, η οποία σημειωτέον αποτελεί περίπου το 40% της σύνταξής τους», ανέφερε χαρακτηριστικά ένα από τα πολλά δικόγραφα που συντάχθηκαν όλο αυτό το διάστημα από νομικούς εκπροσώπους των συνταξιούχων που ζητούσαν δικαίωση.

Με επιστολή του, μάλιστα, στον Σύλλογο των Συνταξιούχων ο τότε διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, κ. Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, άφηνε να εννοηθεί πως πίσω από την επίμαχη απόφαση βρίσκονταν SSM και Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), καλώντας τους να βρουν από κοινού λύση για την ένταξη, τόσο των ιδίων, όσο και του προσωπικού, στο δημόσιο σύστημα επικουρικής ασφάλισης (ΕΤΕΑ), ώστε να μετριαστούν οι απώλειες. «Κατανοώντας τις ανάγκες εργαζομένων και συνταξιούχων και επιθυμώντας να παράσχει σε αυτούς ένα επιπλέον δίχτυ προστασίας, το οποίο θα περιορίζει ακόμη περισσότερο τις όποιες δυσμενείς συνέπειες από τη μεταβολή του καθεστώτος επικουρικής ασφάλισης των ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ, η τράπεζα εξετάζει τη δυνατότητα συμπληρωματικής – πέρα από το κράτος – ασφάλισής τους, με την προϋπόθεση ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η βιωσιμότητά της, κάτι το οποίο, άλλωστε, θα εξεταστεί, τόσο από την αρμόδια εποπτική αρχή (SSM), όσο και από τον κύριο μέτοχο (ΤΧΣ)», αναφερόταν, επίσης, στην επιστολή.

Έκτοτε ακολούθησε μία μακρά αντιδικία, στη διάρκεια της οποίας έχουν εκδοθεί – σε πρώτο και δεύτερο βαθμό – αντιφατικές μεταξύ τους αποφάσεις, ενώ «πέρασε» και η διάταξη Πετρόπουλου βάσει της οποίας η ΕΤΕ ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει ετησίως – και για μία πενταετία – 40 εκατ. ευρώ υπέρ ΛΕΠΕΤΕ.

Διαβάστε ακόμη: 

Τράπεζα Πειραιώς: Σήμερα η μετατροπή του CoCo σε μετοχές – Στο 61,3% το ποσοστό του ΤΧΣ

Κορωνοϊός: Τα 4 κρούσματα με μετάλλαξη είναι μόνο η αρχή

Σχολεία: Τα σχέδια και τα εμπόδια για άνοιγμα στις 11 Ιανουαρίου