Την εξυγίανση των ισολογισμών τους χωρίς νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου θα μπορούσαν να επιτύχουν οι τράπεζες εάν πληρούνταν τέσσερις προϋποθέσεις.

Σύμφωνα με σχετική μελέτη του καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Senior Independent Director της Εθνικής Τράπεζας, κ. Γκίκα Χαρδούβελη, αυτές είναι οι εξής:

1ον) Η ελληνική οικονομία να σταθεί όρθια το 2021 και οι τράπεζες να μην αντιμετωπίσουν μία νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, γεγονός που θα επέφερε νέες απαιτήσεις για προβλέψεις επισφάλειας και ίδια κεφάλαια. Αξίζει να αναφερθεί ότι, με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί εφέτος στο -10%, ενώ το 2021 και 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντιστοίχως. Όσον αφορά στα κορωνοδάνεια, αυτά υπολογίζονται σε περίπου οκτώ με 10 δισ. ευρώ, με την εποπτική αρχή να προτείνει την λύση της bad bank, συνδυαστικά με τον «Ηρακλή ΙΙ».

2ον) Η βελτίωση στην κουλτούρα πληρωμών των δανειζομένων, κάτι που δύσκολα επιτυγχάνεται σε περίοδο κορωνοϊού και νέων παροχών από τις τράπεζες περιόδου χάριτος προς τους πελάτες τους. Υπενθυμίζεται πως οι τράπεζες έχουν «παγώσει» δάνεια πέριξ των 20 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων θα επανέλθει σε κανονικότητα μέσω του προγράμματος «Γέφυρα Ι και ΙΙ», αλλά και τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Το πρόβλημα, ωστόσο, εντοπίζεται στην περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες, όπως έχει πολλάκις σημειώσει το newmoney, παραμένουν αποκλεισμένες από τραπεζικό δανεισμό.

3ον) Οι τιμές μεταβίβασης των χαρτοφυλακίων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να μην υποστούν τεράστια μείωση σε σχέση με τις τιμές πριν την κρίση του κορωνοϊού.

4ον) Ο SSM να συνεχίσει την πολιτική ανοχής απέναντι στα προβλήματα των τραπεζών στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως εξηγεί ο κ. Χαρδούβελης, μία αύξηση των «κόκκινων» δανείων λόγω κορωνοϊού, υπό κανονικές συνθήκες, επιφέρει επιπλέον απαιτήσεις σε προβλέψεις επισφάλειας. «Εάν, για παράδειγμα, στους επόμενους μήνες – έως το τέλος του 2021 – εμφανίζονταν νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, ύψους περίπου έξι δισ. ευρώ, τότε, θα μπορούσε να απαιτηθούν αρχικά πρόσθετες προβλέψεις επισφάλειας της τάξης των τριών δισ. ευρώ», επισημαίνει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Με βάση τους εποπτικούς κανόνες για τα εποπτικά κεφάλαια, το ύψος των προβλέψεων σταδιακά θα δύναται να αυξάνεται και να φτάσει ακόμα και το σύνολο των έξι δισ. ευρώ. Όμως, ο SSM, αναγνωρίζοντας τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης, έχει απαλύνει την αρνητική επίδραση της κρίσης στα εποπτικά κεφάλαια. Ανακοίνωσε ότι οι νέες λογιστικές προβλέψεις επισφάλειας μέσα στο 2020 και 2021 για τα σημερινά Stage 1 και 2 δάνεια (δηλαδή τα υγιή δάνεια), θα επιβαρύνουν τα εποπτικά κεφάλαια από το 2022 και μετά. Συνεπώς, οι απαιτήσεις για νέα κεφάλαια που φέρνει η κρίση του κορωνοϊού μεταφέρονται προσωρινά προς το μέλλον, μετά το 2021». 

Κεφαλαιακές ανάγκες στο τέλος του 2021

Σύμφωνα με την μελέτη, για να υπολογιστούν οι κεφαλαιακές ανάγκες στο τέλος του 2021, τότε θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αναμενόμενες επιπλέον εισροές και εκροές της διετίας 2020 – 2021.

Προς επίρρωση, μία μεγάλη εισροή είναι η προ-προβλέψεων κερδοφορία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η οποία στη διετία μπορεί να φτάσει τα έξι με οκτώ δισ. ευρώ. Στις εκροές περιλαμβάνονται αφενός, η σταδιακή απόσυρση (amortization) του DTC, η οποία υπολογίζεται στη διετία να είναι περίπου 1,5 δισ. ευρώ και αφετέρου, ο κανονισμός του προτύπου IFRS-9 (από το 2018 οι σκληρές απαιτήσεις του προτύπου IFRS-9 για επιπλέον προβλέψεις επισφάλειας επιβάλλονται σταδιακά μέχρι και το 2023 για σκοπούς κεφαλαιακής επάρκειας). «Συνολικά, αθροίζοντας τις αντίθετες δυνάμεις των εισροών και εκροών, η εικόνα των κεφαλαιακών αναγκών στο τέλος του 2021 αναμένεται να βελτιωθεί κατά περίπου τρία με τέσσερα δισ. ευρώ», τονίζεται και προστίθεται: «Για τη διετία 2022 – 2023 η οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Δεν γνωρίζουμε το τέλος της πανδημίας, ούτε τη μελλοντική πορεία της οικονομίας με ιδιαίτερη ακρίβεια, αλλά ούτε και την τότε συμπεριφορά των εποπτικών αρχών, π.χ. εάν θα δημιουργηθεί τελικά μία Bad Bank ή ποιο ποσοστό ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 θα επιλέξουν να επιβάλουν. Αναμένουμε απλώς την οικονομία να ανακάμψει, την κερδοφορία να βελτιωθεί και τις εποπτικές αρχές να αυστηροποιήσουν εκ νέου τη στάση τους». 

Όσον αφορά στις εκροές το επίμαχο διάστημα, αυτές θα είναι σημαντικές. «Για παράδειγμα, θα συνεχίζεται η απόσυρση του DTC, ενώ τα ΜΕΑ όσο παραμένουν στους ισολογισμούς των τραπεζών θα επιφέρουν αυξημένες απαιτήσεις για προβλέψεις επισφάλειας. Σύμφωνα με τη νέα πολιτική SSM, μετά την πρώτη επταετία οποιουδήποτε δανείου σε καθυστέρηση η πρόβλεψη επισφάλειας γίνεται 100%. Σήμερα, το ποσοστό κάλυψης στα ΜΕΑ είναι μόνον 47%. Επιπλέον, στη διετία 2022 – 2023 αναμένεται σημαντική αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, κατά περίπου 10 – 15 δισ. ευρώ, από τα οποία τα πέντε δισ. ευρώ αναφέρονται σε χρηματοδότηση τιτλοποιήσεων. Η αύξηση αυτή συνεπάγεται και αύξηση των απαιτήσεων για κεφάλαια. Τέλος, το 2023 συμπίπτει και με την έναρξη εφαρμογής των αυστηρών κανονισμών της Βασιλείας IV. Η κρίση του κορωνοϊού πιθανόν να αναβάλει αυτή την έναρξη. Εάν, όμως, τελικά κάποτε εφαρμοστούν οι νέοι κανονισμοί της Βασιλείας IV, η επιπλέον επιβάρυνση στα κεφάλαια, ακόμα και στην Ελλάδα, εκτιμάται από ορισμένους ως σημαντική», καταλήγει.

Διαβάστε ακόμη:

Brexit: Εν αναμονή ανακοινώσεων για εμπορική συμφωνία ΕΕ-Βρετανίας

Σε χρόνο ρεκόρ πρωτοκολλήθηκε στον ΟΗΕ η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για την ΑΟΖ

Αυτοί οι Τούρκοι πέτυχαν τζακ ποτ: Βρήκαν στα χωράφια τους χρυσό… αξίας $6 δισ.