Τη ρήτρα που είχε θέσει η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα στα προγράμματα για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας σεβάστηκαν οι επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες, μάλιστα, προχώρησαν σε αύξηση του προσωπικού τους.

«Από την πολιτική ηγεσία είχαμε μία κατεύθυνση: τη διατήρηση των θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις εκείνες που είναι αιμοδότης της απασχόλησης στην Ελλάδα.

Μέσω του ΤΕΠΙΧ έχουμε δει όχι μόνον διακράτηση, αλλά και αύξηση των θέσεων εργασίας κατά περίπου 9.000», τόνισε η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της ΕΑΤ, κυρία Αθηνά Χατζηπέτρου, σε τηλε-εκδήλωση του Συνδέσμου ΑΕ&ΕΠΕ, για να προσθέσει: «Επίσης, το 93% των δανείων απορροφήθηκε από επιχειρήσεις µε προσωπικό έως 50 εργαζόμενους».

Σύμφωνα με την ίδια, η πρώτη κίνηση μετά την πανδημία ήταν να μετρήσει το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. «Οι ελληνικές  μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπήκαν στην πανδημική κρίση κουβαλώντας τραύματα από την υπερδεκαετή οικονομική κρίση, αντιμετωπίζοντας ήδη σοβαρά διαρθρωτικά θέματα χρηματοδότησης.

Από το 2010 μέχρι και το 2019, για 10 ολόκληρα χρόνια, οι όγκοι των δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις είχαν μειωθεί δραματικά. Η προηγούμενη χρονιά, το 2020, καταγράφηκε η μεγαλύτερη πιστωτική επέκταση της τελευταίας δεκαετίας, φτάνοντας τα 20 δισ. ευρώ. Αυτό – όπως αναγνωρίζουν με σαφήνεια οι ‘θεσμοί’ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δράσεις και τα προγράμματα της ΕΑΤ», εξήγησε.

Από την άλλη πλευρά, η κυρία Χατζηπέτρου εστιάζει στο γεγονός πως σχεδόν το 50% των ανοιγμάτων των τραπεζών προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι μη εξυπηρετούμενα τα τελευταία χρόνια.

«Οι τράπεζες επικεντρώνονταν περισσότερο στην αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δανείων, έχοντας πολύ προσεκτικό βλέμμα όσον αφορά στις νέες χρηματοδοτήσεις. Με αυτά τα δεδομένα, υπολογίσαμε ότι το χρηματοδοτικό κενό των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων εκτιμάται από 17 έως 21 δισ. ευρώ, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 10% του ελληνικού ΑΕΠ. Η πανδημική κρίση σίγουρα προσέθεσε άλλα έξι με οκτώ δισ. ευρώ στο συνολικό χρηματοδοτικό κενό», συνέχισε.

Από τον Μάρτιο που ξέσπασε η πανδημία μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2020 η ΕΑΤ αξιοποίησε δημόσιους πόρους 2,8 δισ. ευρώ, δημιουργώντας – με μόχλευση μέσω του τραπεζικού συστήματος – ρευστότητα 8,6 δισ. ευρώ. Αυτά τα 32.000 δάνεια κατευθύνθηκαν κυρίως σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ ο αριθμός των δανείων που χορηγήθηκαν μέσα στο 2020 είναι διπλάσιος του αριθμού δανείων της προηγούμενης δεκαετίας αθροιστικά.

Όσον αφορά στον στόχο της ΕΑΤ για τα επόμενα χρόνια, αυτός κινείται στους εξής τρεις πυλώνες:

  • Χαμηλότερο κεφαλαιακό κόστος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να προχωρήσει ο επενδυτικός ανασχηματισμός της χώρας.
  • Υψηλότερη βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας για επιχειρήσεις που σήμερα βρίσκονται έξω από τα ραντάρ του τραπεζικού συστήματος.
  • Καλύτερo «bankability» για υγιείς και δυναμικές επιχειρήσεις, ώστε να προσελκύσουν κεφάλαια από το εξωτερικό ή το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, με καλύτερους όρους και προϋποθέσεις.

«Στο ενδιάμεσο στάδιο προωθούμε το ‘μικρό εγγυοδοτικό’ πρόγραμμα που ξεκινάει πολύ γρήγορα, έχουμε, δηλαδή, πάρει προσφορές από το τραπεζικό σύστημα. Δίνει τη δυνατότητα δανειοδότησης πολύ μικρών επιχειρήσεων, με ετήσιο τζίρο έως 200.000 ευρώ. Τα δάνεια, επειδή υπάρχει πλαφόν έως 50.000 ευρώ, θα αφορούν σε περίπου 8.000 πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ο προϋπολογισμός ανέρχεται στα 450 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 220 εκατ. ευρώ είναι χρήματα ΕΣΠΑ και τα δάνεια θα φέρουν την εγγύηση του Δημοσίου, με υψηλό ποσοστό κάλυψης που θα φθάνει το 80%, γεγονός που σημαίνει ότι οι εξασφαλίσεις που θα ζητούνται από τις τράπεζες θα περιορίζονται περίπου στο 20%», κατέληξε.

Απαλαγάκη (ΕΕΤ): «Η συνήθης εξασφάλιση είναι στο 120% της χρηματοδότησης»

Απάντηση στην κριτική που δέχεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα για τις εξασφαλίσεις που ζητά στα προγράμματα π[ου φέρουν την εγγύηση του Δημοσίου έδωσε από την πλευρά της, η γενική γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), κυρία Χαρούλα Απαλαγάκη.

«Τόσο η ΕΑΤ ως διαχειρίστρια των κεφαλαίων, όσο και το υπουργείο Ανάπτυξης, επέμειναν το όφελος να μετακυληθεί στις επιχειρήσεις. Οι τράπεζες δεσμεύτηκαν να το υλοποιήσουν και το έκαναν με δύο τρόπους: είτε με ένα χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που θα ζητούσαν εάν δεν υπήρχε η εγγύηση είτε με την λήψη περιορισμένων εξασφαλίσεων της τάξεως του 20%. Δυστυχώς, δεν έχουν την δυνατότητα να έχουν την πιο φιλική πολιτική ακόμη χαμηλότερων επιτοκίων και μικρότερων εξασφαλίσεων που έχουν άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες», ανέφερε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Να θυμίσω ότι η συνήθης εξασφάλιση είναι το 120% της χρηματοδότησης, δηλαδή, κατεβήκαμε από εκεί στο 20%. Στην τελική πρόκειται για μία δέσμευση ότι οι επιχειρήσεις βλέπουν την συναλλακτική σχέση σοβαρά. Όταν πηγαίνεις να νοικιάσεις ένα ακίνητο το ελάχιστο που ζητάει ο ιδιοκτήτης είναι και ένα δεύτερο μίσθωμα. Δηλαδή, η συναλλακτική ζωή θέλει μία ασφάλεια».

Διαβάστε περισσότερα 

Επίσημο: Πτώση 76,5% στον ελληνικό τουρισμό το 2020 – Μόλις 7,37 εκατ. τουρίστες και 4,28 δισ. εισπράξεις 

Mega deal στη ναυτιλία: Το 45% της GasLog του Πήτερ Λιβανού απέκτησε η ΒlackRock 

EasyJet: «Απογειώθηκαν» οι πωλήσεις εισιτηρίων – Ποιο ελληνικό νησί είναι στους κορυφαίους προορισμούς