Τα μισά από τα κόκκινα δάνεια σημειώνουν καθυστέρηση πάνω από 2 χρόνια και το 62% των ρυθμισμένων εμφανίζει νέες καθυστερήσεις

Του Αλέξανδρου Κασιμάτη

Σοβαρές δυσκολίες αρχίζουν να εμφανίζονται σταδιακά στη διαχείριση των κόκκινων δανείων και παρά την επιστροφή σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, οι οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούν τις προσπάθειες των δανειοληπτών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.

Οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους μείωσης των προβληματικών δανείων που έθεσε ο SSM, κυρίως λόγω διαγραφής και πώλησης δανείων αλλά και λόγω αποπληρωμής μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Ο προβληματισμός στις τράπεζες προέρχεται από δύο γεγονότα που έχει επισημάνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Το πρώτο είναι ότι σχεδόν τα μισά δάνεια που είναι σε καθυστέρηση πάνω από 90 ημέρες (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) αφορούν περιπτώσεις με καθυστέρηση μεγαλύτερη των δύο ετών. Ενα δάνειο που δεν εξυπηρετείται για περισσότερο από δύο χρόνια θεωρείται αρκετά δύσκολο να πρασινίσει, αν δεν πρόκειται για στρατηγικό κακοπληρωτή ο οποίος υπό την πίεση της τράπεζας θα αρχίσει και πάλι να πληρώνει. Αυτές οι περιπτώσεις χαρακτηρίζονται «βαριά καθυστέρηση» και οι τράπεζες συνήθως δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στραφούν στις εγγυήσεις που συνοδεύουν το δάνειο προκειμένου να ανακτήσουν τουλάχιστον μέρος των κεφαλαίων τους.

Το δεύτερο στοιχείο που εντείνει τον προβληματισμό είναι ότι σημαντικό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζουν και πάλι καθυστέρηση. Χαρακτηριστικό της έντασης του συγκεκριμένου προβλήματος είναι ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, περίπου το 42% των ρυθμίσεων βραχυπρόθεσμου τύπου (συνήθως ρυθμίσεις διαρκείας έως δύο ετών) και το 32% των μακροπρόθεσμου τύπου εμφανίζουν νέα καθυστέρηση μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.

Οπως εκτιμούν λοιπόν τραπεζικές πηγές, στο σύνολο των ρυθμίσεων στα δάνεια που κάνουν οι τράπεζες, το 62%-63% αργά ή γρήγορα εμφανίζει νέα καθυστέρηση. Το ποσοστό έφτανε αρχικά στο 70%, αλλά τελευταία έχει υποχωρήσει στο 62%-63%. Ο στόχος που έχει τεθεί είναι να υποχωρήσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο τέλος του 2019 στα 64,6 δισ. ευρώ. Στην Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούν ότι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2019 στο 35%, από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος, εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω της πιστωτικής επέκτασης, των πωλήσεων και των διαγραφών δανείων. Προσδοκούν μάλιστα ότι η σημαντικότερη συμβολή στην επίτευξη του στόχου θα προέλθει από το χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων. Μάλιστα η ΤτΕ ζητά από τις τράπεζες να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, εντοπισμό στρατηγικών κακοπληρωτών και εφαρμογή οριστικής λύσης στις μη βιώσιμες επιχειρήσεις που συντηρούνται τεχνητά στη ζωή επειδή η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος δεν αρκεί από μόνη της για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο επίπεδο των στόχων που έχουν τεθεί. Από την εικόνα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, όπως παρουσιάζεται από την ΤτΕ στην τελευταία έκθεση του διοικητή, ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό καταγράφεται στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (66,5%), σε αυτά προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59%) και στα καταναλωτικά (53,2%). Λιγότερο υψηλό ποσοστό καταγράφεται στα στεγαστικά δάνεια (43,3%) και ακόμη χαμηλότερο στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (24,4%).

Μεταξύ των δανείων προς επιχειρήσεις, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται σε όλους τους κλάδους σε πολύ υψηλό επίπεδο, με εξαίρεση εκείνους της δημόσιας διοίκησης (0,8%), των πετρελαιοειδών (3,8%) και της ενέργειας (4,9%). Οι κλάδοι εμπορίου, κατασκευών και βιομηχανίας εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά (57,6%, 52,2% και 46,5% αντίστοιχα) μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Μικρή βελτίωση παρατηρήθηκε στον κλάδο των καταλυμάτων.Ωστόσο, για τις τράπεζες είναι ενθαρρυντικό ότι ο δείκτης κάλυψης από προβλέψεις διαμορφώνεται γύρω στο επίπεδο του 50% ενώ περίπου στο ίδιο ποσοστό φτάνουν και οι εγγυήσεις που συνοδεύουν τα δάνεια. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και οι επιπλέον προσωπικές εγγυήσεις που έχουν δοθεί και αυξάνουν περαιτέρω το ύψος των collateral. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που, εκτός από οικονομικές, έχει και έντονες κοινωνικές επιπτώσεις. Αν όπως έχει αποδειχθεί από τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς το 20%-25% των δανειοληπτών είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές, όλο το υπόλοιπο ποσοστό έχει πραγματικά οικονομικά προβλήματα και είναι αντιμέτωπο με επώδυνες επιλογές.