«Λίφτινγκ» σε πέντε βασικά σημεία, κάποια εκ των οποίων αποτέλεσαν προτάσεις τραπεζών και servicers, έχει υποστεί ο «Ηρακλής ΙΙ» που φιλοδοξεί να οδηγήσει – το αργότερο έως τα τέλη του 2022 – σε μονοψήφιο δείκτη NPEs το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, γεγονός που θα επιτρέψει στην χώρα να κατακτήσει υψηλότερη επενδυτική βαθμίδα.

Ειδικότερα, με βάση το σχέδιο Νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή τα ξημερώματα της Παρασκευής και αναμένεται να συζητηθεί/ψηφιστεί την ερχόμενη εβδομάδα περιλαμβάνει δύο σημαντικές προσθήκες:

1) Παρέχεται η δυνατότητα, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που στοιχειοθετούν έκτακτες καταστάσεις, να δίνεται, με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, εξάμηνη παράταση στην 24μηνη περίοδο στις εταιρείες διαχείρισης για την έναρξη της μέτρησης των επιδόσεών τους στις ανακτήσεις των τιτλοποιημένων χαρτοφυλακίων. Πιο αναλυτικά, στον εφαρμοστικό Νόμο γίνεται λόγος για «έκτακτες καταστάσεις που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικούς κλυδωνισμούς στην εθνική οικονομία ή στις αγορές, θέτοντας σε κίνδυνο το αποτέλεσμα της τιτλοποίησης και τη διατήρηση της ροής των πληρωμών και εφόσον από την παράταση αυτή δεν επέρχεται υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας».

Υπενθυμίζεται πως το αίτημα των servicers ήταν η περίοδος χάριτος να «αγγίζει» τους 36 μήνες (σ.σ. από 12 μήνες όταν τέθηκε σε ισχύ ο αρχικός Νόμος και 24 μήνες μετά την πανδημία), προβάλλοντας ως επιχείρημα την παρατεταμένη περίοδο αναστολής των πλειστηριασμών, οι οποίοι, άλλωστε, αποτελούν και το βασικό τους «όπλο» για τις ανακτήσεις. Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, ωστόσο, με την παράταση αυτή παρέχεται η αναγκαία ευελιξία, ώστε να διασφαλίζεται περαιτέρω η πορεία των ανακτήσεων από τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή», παρά τις επιπτώσεις του κορονοϊού. «Ως αποτέλεσμα, διασφαλίζεται και η παρεχόμενη εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου έναντι εκτάκτων συνθηκών στο μέλλον που μπορεί να προκαλέσουν σημαντικούς κλυδωνισμούς στις αγορές, όπως ήταν η πρωτοφανής συνθήκη της πανδημικής κρίσης», τονίζεται χαρακτηριστικά.

2) Διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των «τιτλοποιήσεων απαιτήσεων», ώστε να περιλαμβάνεται η μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 20 ορίζεται ότι «ως ‘τιτλοποίηση απαιτήσεων’ νοείται η μεταβίβαση απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων σε προσωρινή ή οριστική καθυστέρηση ή ρύθμιση, από δάνεια ή πιστώσεις ή από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ιδρύματα, εξαιρουμένων των ‘εγγυημένων απαιτήσεων’, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση ομολογιών».

3) Όσον αφορά στο reporting που οι τράπεζες ζητούσαν αυτό να γίνεται σε τριμηνιαία και όχι μηνιαία βάση ο εφαρμοστικός Νόμος προβλέπει το εξής: «Για τους σκοπούς παρακολούθησης των χρηματοροών των τιτλοποιηθεισών απαιτήσεων ο διαχειριστής αποστέλλει σε μηνιαία βάση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 εργασίμων ημερών μετά τη λήξη κάθε περιόδου προς την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) ειδικά προσαρμοσμένη αναφορά, η οποία διαβιβάζεται εν συνεχεία προς την Επιτροπή Παρακολούθησης Εγγυήσεων. Με κοινή απόφαση του υπουργού Οικονομικών και του διοικητή της ΤτΕ δύναται να καθορίζονται και να εξειδικεύονται τα στοιχεία, ο τρόπος, η συχνότητα, οι ημερομηνίες υποβολής της αναφοράς, το είδος της απαιτούμενης πληροφόρησης, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες απαραίτητες για τους σκοπούς της παρούσας.

4) Επαναπροσδιορίζονται οι αρμοδιότητες της λειτουργούσας στο ΥΠΟΙΚ Επιτροπής Παρακολούθησης Εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου σε τιτλοποιήσεις απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, αυτή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) Εξετάζει κάθε αίτημα παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, για να διαπιστώσει εάν πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις παροχής εγγύησης.

β) Μελετά και επεξεργάζεται τα περιοδικώς και εκτάκτως υποβαλλόμενα οικονομικά στοιχεία του διαχειριστή, του αποκτώντος και τυχόν λοιπών φορέων της δομής της τιτλοποίησης απαιτήσεων, και, εν γένει, κάθε στοιχείο, για το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο λαμβάνει γνώση, με στόχο να διαπιστώσει την ενδεχόμενη καθυστέρηση των εν γένει προβλεπόμενων καταβολών ή την ενδεχόμενη κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο του μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης και ενημερώνει σχετικά τον υπουργό Οικονομικών.

γ) Μελετά ειδικά προβλήματα που ανακύπτουν και συνδέονται με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και προτείνει μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

δ) Σταθμίζει το μέγεθος του αναλαμβανόμενου από το Ελληνικό Δημόσιο κινδύνου, από την παροχή της εγγύησης και την επίδρασή του στη διαμόρφωση του δημοσίου χρέους και εισηγείται σχετικώς.

ε) Εισηγείται εγγράφως για την παροχή ή μη της εγγύησης εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος.

στ) Εισηγείται εγγράφως για τη θέση σε ισχύ της εγγύησης εντός δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της δήλωσης.

ζ) Εισηγείται εγγράφως προς τον υπουργό Οικονομικών επί θεμάτων που άπτονται της εφαρμογής του παρόντος Νόμου συναφώς προς τις αρμοδιότητές της.

5) Αυξάνεται ο προσαρμοσμένος αναλογικός συντελεστής επιτοκιακών περιθωρίων που διαμορφώνει την προμήθεια προ προσαρμογής που εισπράττει ως αποζημίωση το Ελληνικό Δημόσιο – από 50% σε 56,9% για τη νέα 18μηνη διάρκεια του προγράμματος.

Πότε αντικαθίσταται ο διαχειριστής

Σύμφωνα με τον Νόμο ο διαχειριστής μπορεί να αντικαθίσταται σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης του ελληνικού Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι για δύο διαδοχικές περιόδους εκτοκισμού οι συνολικές πραγματοποιηθείσες καθαρές εισπράξεις από την ημερομηνία έναρξης υπολογισμού αυτών, όπως ορίζεται στο επιχειρηματικό σχέδιο, το οποίο ελήφθη υπόψη από τον Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (ΕΟΠΑ) για την πιστοληπτική αξιολόγηση των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, υπολείπονται, κατά ποσοστό τουλάχιστον 30% του συνολικού προϋπολογισθέντος ποσού καθαρών εισπράξεων των αντίστοιχων περιόδων, με βάση το προαναφερόμενο επιχειρηματικό σχέδιο. «Ο διαχειριστής μπορεί να αντικαθίσταται, εφόσον η κατάπτωση της εγγύησης ή η υστέρηση των καθαρών εισπράξεων οφείλεται σε δικό του πταίσμα», σημειώνεται.

Την ίδια στιγμή, η εξόφληση μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων αναβάλλεται υποχρεωτικά σε περίπτωση κατά την οποία το σύνολο των πραγματοποιηθεισών καθαρών εισπράξεων υπολείπεται του προϋπολογισθέντος ποσού καθαρών εισπράξεων, με βάση το επιχειρηματικό σχέδιο. Ειδικότερα:

α) Εφόσον κατά την ημερομηνία καταβολής της αμοιβής του διαχειριστή, όπως

αυτή προσδιορίζεται στη σύμβαση διαχείρισης, το σύνολο των πραγματοποιηθεισών καθαρών εισπράξεων από την ημερομηνία έναρξης υπολογισμού αυτών υπολείπεται κατά ποσοστό 20% ή μεγαλύτερο των προϋπολογισθεισών καθαρών εισπράξεων αναβάλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 20% της αμοιβής του διαχειριστή.

β) Εφόσον κατά την ημερομηνία καταβολής τόκων των ομολογιών μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας το σύνολο των πραγματοποιηθεισών καθαρών εισπράξεων από την ημερομηνία έναρξης υπολογισμού αυτών υπολείπεται κατά 20% ή περισσότερο των προϋπολογισθεισών καθαρών εισπράξεων αναβάλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 20% του τόκου.

Τι γίνεται σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης

Εντός 30 ημερών από την παραλαβή του αιτήματος κατάπτωσης από τον εγγυητή το Ελληνικό Δημόσιο καταβάλει τα οφειλόμενα στους ομολογιούχους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ποσά, σύμφωνα με τους όρους των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας που διαλαμβάνονται στα συμβατικά έγγραφα της τιτλοποίησης απαιτήσεων. Το Ελληνικό Δημόσιο υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα των ομολογιούχων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και έχει το δικαίωμα να εισπράξει τα καταβληθέντα στους ομολογιούχους ποσά, μαζί με τους νόμιμους τόκους και έξοδα είσπραξης από τον αποκτώντα.

Διαβάστε ακόμη:

REDS: Τα ανοικτά επενδυτικά «μέτωπα» σε Μαρίνα Αλίμου, Cambas project και Βουκουρέστι

Εξοικονομώ – Αυτονομώ: Η παράταση για τα δικαιολογητικά – Οι αλλαγές στο πρόγραμμα 

ΑΔΜΗΕ: Έρχονται και νέες συμφωνίες στα telecoms