«Κόφτη» στη συμμετοχή των επιχειρήσεων στα νέα προγράμματα (ΤΕΠΙΧ και Εγγυοδοτικό), που θα βγουν στην αγορά την προσεχή Παρασκευή, βάζει η κυβέρνηση, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα πολλαπλής χρηματοδότησης, που παρατηρήθηκαν κατά το προηγούμενο διάστημα.

Πιο αναλυτικά, στην τελευταία συνάντηση μεταξύ κυβερνητικών στελεχών και εκπροσώπων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) και των συστημικών Ομίλων, έγινε γνωστή η πολιτική απόφαση στον νέο γύρο χρηματοδότησης να μην έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης όσες επιχειρήσεις έχουν ήδη λάβει δάνειο με εγγύηση του Δημοσίου. «Στον προηγούμενο κύκλο υπήρξαν επιχειρήσεις, οι οποίες ενώ είχαν λάβει δάνειο, ύψους 200.000 ευρώ, μέσω του ΤΕΠΙΧ, έκαναν αίτηση και για το Εγγυοδοτικό, προσφέροντας, μάλιστα, το παραπάνω ποσό ως cash collateral. Η τακτική αυτή είχε ως συνέπεια κάποιες επιχειρήσεις να έχουν δανειοδοτηθεί εις διπλούν και κάποιες άλλες καθόλου», αναφέρουν στο ΝΜ αρμόδιες πηγές.

Όσον αφορά στο νέο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, αυτό κάνει ντεμπούτο με προϋπολογισμό της τάξεως των 800 εκατ. ευρώ, προκειμένου να χορηγηθούν κεφάλαια κίνησης έως 500.000 ευρώ, με επιδότηση επιτοκίου για δύο χρόνια. «Υπάρχει μία λίστα ανικανοποίητων, δηλαδή, περίπου 90.000 αιτήσεις επιχειρήσεων, που δεν κατάφεραν να χρηματοδοτηθούν από το προηγούμενο πρόγραμμα. Από αυτή τη δεξαμενή θα προέλθουν οι δικαιούχοι. Ως εκ τούτου, δεν θα λειτουργήσει εκ νέου το Πληροφοριακό Σύστημα των Κρατικών Ενισχύσεων (ΠΣΚΕ), για να δεχθεί νέες προτάσεις, αλλά οι τράπεζες θα υποβάλλουν προς έγκριση τα ήδη υποβληθέντα στο ΠΣΚΕ  αιτήματα», εξηγούν οι παραπάνω πηγές, υπενθυμίζοντας πως τα προηγούμενα ποσά έχουν εκταμιευθεί σε ποσοστό σχεδόν 100%.

Στο μεταξύ, την ερχόμενη Παρασκευή θα δημοσιευθεί και η πρόσκληση της ΕΑΤ προς τις τράπεζες, για να συμβολαιοποιήσουν το δεύτερο σκέλος του Εγγυοδοτικού (3,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων ένα δισ. ευρώ η ΕΑΤ και τα υπόλοιπα οι συστημικοί Όμιλοι). Η στόχευση δε, θα είναι πρωτίστως οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες θα στηριχθούν με περίπου δύο δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται πως το ανώτατο ποσό, που μπορεί να ζητήσει μία επιχείρηση, διαμορφώνεται βάσει μίας εκ των παρακάτω παραμέτρων:

  • το διπλάσιο του ετήσιου μισθολογικού κόστους της επιχείρησης (συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και του κόστους του προσωπικού, που εργάζεται στους χώρους της επιχείρησης, αλλά επίσημα περιλαμβάνεται στις μισθοδοτικές καταστάσεις υπεργολάβων) για το 2019. Στην περίπτωση επιχειρήσεων, που δημιουργήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2019, το ανώτατο δάνειο δεν πρέπει να υπερβαίνει το κατ’ εκτίμηση ετήσιο μισθολογικό κόστος για τα δύο πρώτα έτη λειτουργίας του ή
  • το 25% του συνολικού κύκλου εργασιών της Επιχείρησης κατά το έτος 2019 ή
  • μετά από τεκμηρίωση και βάσει αιτιολόγησης και σχεδίου, που καθορίζει τις ανάγκες ρευστότητας του δικαιούχου, το ποσό του δανείου μπορεί να αυξηθεί πέραν των ανωτέρω ορίων, για να καλυφθούν οι ανάγκες ρευστότητας από την ημερομηνία χορήγησης του δανείου και για τους επόμενους 18 μήνες για την μικρομεσαία επιχείρηση και τον αυτοαπασχολούμενο και για τους επόμενους 12 μήνες για τη μεγάλη επιχείρηση.

Σύμφωνα με στελέχη του οικονομικού επιτελείου, το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου «έπεσαν» στην αγορά – μέσω των δύο προγραμμάτων – 2,9 δις. ευρώ (δύο δισ. ευρώ τον Ιούλιο και περίπου 900 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο). «Εάν σε αυτά τα ποσά προστεθεί και η διάθεση της Επιστρεπτέας Προκαταβολής (1,4 δισ. ευρώ), τότε η στήριξη μέσα στο καλοκαίρι ξεπέρασε τα τέσσερα δισ. ευρώ», αναφέρουν χαρακτηριστικά.