Ο πρόεδρος τoυ επενδυτικού ταμείου SMERemediumCap και της Grant Thornton Νίκος Καραμούζης μιλάει στο «business stories» για τη μεγάλη οικονομική πρόκληση που έχει μπροστά της η χώρα με το Ταμείο Ανάκαμψης.

Επισημαίνει τις συνθήκες ενός ισχυρού επενδυτικού και αναπτυξιακού κύματος που έρχεται το β’ εξάμηνο του 2021, αλλά και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να μεγιστοποιηθούν οι θετικές επιδράσεις.

Ο κ. Καραμούζης καταθέτει τον προβληματισμό του για το πώς θα ανταποκριθεί η δημόσια διοίκηση στην αναπτυξιακή πρόκληση, καθώς η χώρα πρέπει να υλοποιήσει 170 διαφορετικές κατηγορίες επενδύσεων πάνω από 1.000 δημόσια έργα και να πραγματοποιήσει την επόμενη διετία 400 διαγωνισμούς.

Ακόμη, ο πρόεδρος του SMERemediumCap αναφέρεται στο τραπεζικό σύστημα, στα βήματα που πρέπει να γίνουν για την ενίσχυση των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων και τονίζει ότι δεν επιτρέπεται εφησυχασμός γιατί οι συνθήκες εκκίνησης της οικονομίας κυριαρχούνται από τις μεγάλες προκλήσεις που μας κληροδότησαν η κρίση και η πανδημία.

– Πώς αποτιμάτε την πορεία του τραπεζικού κλάδου;
Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος βρίσκεται σε δυναμική πορεία εξόδου από τα προβλήματα που του δημιούργησε η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Τα NPEs μειώνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη, το κόστος περιορίζεται, η ρευστότητα και οι καταθέσεις βελτιώνονται, η μετοχική συμμετοχή του ΤΧΣ σταδιακά περιορίζεται, σημαντικά ποσά επενδύονται στον λειτουργικό μετασχηματισμό του κλάδου και οι χρηματιστηριακές αξίες ανακάμπτουν.

Καταλυτικό ρόλο για τις θετικές εξελίξεις διαδραμάτισαν η επιστροφή σε αναπτυξιακή τροχιά, το άνοιγμα των αγορών, η διατήρηση ικανοποιητικής κερδοφορίας προ-προβλέψεων, οι τιτλοποιήσεις των NPEs, τα προγράμματα κρατικών εγγυήσεων και ο εταιρικός μετασχηματισμός που επετράπη από το Δημόσιο. Τα κεφάλαια των τραπεζών ενισχύθηκαν λόγω κερδών από συναλλαγές σε κρατικά ομόλογα (πάνω από 2,5 δισ. ευρώ συνολικά) και αυξήσεων κεφαλαίων, πρώτα της Eurobank με την εισφορά σε είδος της Grivalia, πρόσφατα της Πειραιώς και τώρα της Alpha Bank (κοντά στα 3 δισ. ευρώ συνολικά).

– Παρά τη βελτίωση που περιγράφετε, οι προκλήσεις παραμένουν. Ποιες, κατά τη γνώμη σας, είναι οι σημαντικότερες;
Το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ελληνική οικονομία παραμένει σε ονομαστική αξία κοντά στα 100 δισ. ευρώ, το 62% του ΑΕΠ! Αυτό οφείλεται στο ότι στα υφιστάμενα NPEs των τραπεζών, κάτω από 50 δισ. σήμερα, πρέπει να προστεθούν τα NPEs που πουλήθηκαν από τις τράπεζες σε διεθνείς θεσμικούς επενδυτές, περίπου 30 δισ. ευρώ, τα προβληματικά δάνεια που διαχειρίζεται η PQH, περίπου 14 δισ. ευρώ, καθώς και τα NPEs που τιτλοποιούνται, περίπου 20 δισ. ευρώ σήμερα, με πιθανότητα να προσεγγίσουν τα 30 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021.

Αρα, το ζήτημα των επισφαλών δανείων οδεύει με σημαντικό κόστος προς τη λύση του, αλλά όχι και το κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα που εξακολουθεί να δημιουργεί το σημαντικό ύψος του συνόλου των προβληματικών δανείων στην κοινωνία. Η πρόκληση, δηλαδή, παραμένει ατόφια για την κοινωνία και την οικονομία, όπως και ο επερχόμενος μεγάλος αριθμός πλειστηριασμών. Αρκετές επιχειρήσεις και νοικοκυριά παραμένουν υπερχρεωμένα, υπολειτουργούν, έχοντας παράλληλα υποθηκευμένες σημαντικές περιουσίες, κυρίως ακινήτων, ενώ ένα άλλο κομμάτι «μπορεί αλλά δεν θέλει» (οι στρατηγικοί κακοπληρωτές), που πρέπει να αποτελέσουν πρωταρχικό στόχο των τραπεζών και της πολιτείας.
Οι τράπεζες και οι εξειδικευμένοι διαχειριστές (servicers) των NPEs ας αξιοποιήσουν ταχύτερα τις σημαντικές προβλέψεις που έχουν σχηματίσει για επισφαλείς απαιτήσεις (περίπου 30 δισ. ευρώ) και να προσφέρουν στους συνεργαζόμενους οφειλέτες βιώσιμες λύσεις και μια δεύτερη ευκαιρία οριστικής εξυγίανσης.

– Το υψηλό απόθεμα των NPEs είναι η μοναδική πρόκληση που αντιμετωπίζει η τραπεζική αγορά;
Οχι βέβαια. Ενα σοβαρό ζήτημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες είναι ότι παραμένουν, παρά τις βελτιώσεις, με σχετικά χαμηλή κερδοφορία. Το πρόβλημα δεν το δημιούργησαν μόνο η ελληνική κρίση και η βαριά κληρονομιά των NPEs, αλλά και οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται παράλληλα στον χρηματοπιστωτικό χώρο διεθνώς. Αλλαγές μεγάλης κλίμακας που καθιστούν επιτακτική την ανάγκη ενός διαταρακτικού λειτουργικού και επιχειρηματικού μετασχηματισμού των τραπεζών.

Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αυξάνονται, ο ανταγωνισμός εντείνεται και τα περιθώρια κέρδους συρρικνώνονται, ο ρόλος των υποκαταστημάτων περιορίζεται, το κινητό και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής γίνονται κρίσιμα εργαλεία συναλλαγών και εξυπηρέτησης της πελατείας, οι υποδομές και οι μονάδες στήριξης εργασιών και πελατείας σταδιακά αυτοματοποιούνται και ψηφιοποιούνται με χρήση ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης, το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο γίνεται απαιτητικότερο, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις αυξάνονται, οι θέσεις εργασίας στον κλάδο περιορίζονται. Αναλογιστείτε ότι οι μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες παγκοσμίως δαπανούν ετησίως από 5 δισ. έως 12 δισ. δολάρια στην τεχνολογική αναβάθμισή τους. Σε αυτό το απαιτητικό περιβάλλον, το μικρό σχετικά μέγεθος ενός πιστωτικού ιδρύματος μετατρέπεται σταδιακά σε στρατηγικό μειονέκτημα, εκτός αν το τραπεζικό ίδρυμα επικεντρωθεί στο να παρέχει μόνο εξειδικευμένες υπηρεσίες και στοχευμένα προϊόντα (boutique bank).

– Βλέπετε δηλαδή να υπάρχει χώρος στις ελληνικές τράπεζες για ανακατατάξεις στρατηγικού χαρακτήρα;
Το ερώτημα που πλανάται στην αγορά είναι αν οι τράπεζες θα χρειαστούν έναν νέο γύρο αυξήσεων κεφαλαίου για την οριστική εξυγίανση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων και την απρόσκοπτη χρηματοδότηση σημαντικών επενδύσεων και νέων εργασιών και αν η ήδη υψηλή συγκέντρωση στον κλάδο επαρκεί για την επίτευξη λειτουργικής αποτελεσματικότητας.

Να σημειώσουμε ότι η μείωση του κόστους και η σημαντική ανάπτυξη εργασιών και της οργανικής κερδοφορίας μπορούν να καλύψουν τις όποιες επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες πιθανόν δημιουργηθούν στο μέλλον. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα χρειαστούν νέες αυξήσεις κεφαλαίων, αλλά οι συγκεκριμένες τράπεζες δεν θα μοιράσουν μέρισμα για μερικά χρόνια.
Επιπροσθέτως, οι τράπεζες για να δημιουργήσουν τα αναγκαία buffers κεφαλαίων (MREL) θα υποχρεωθούν να εκδώσουν κεφαλαιακούς τίτλους υποδεέστερης εξασφάλισης (Tier I ή και Tier II) που προσμετρώνται στον υπολογισμό της συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, κάτι που ήδη κάνουν επιτυχώς με το άνοιγμα των αγορών, ενώ το θέμα του άριστου μεγέθους θα αποφασιστεί από τους μετόχους και τις διοικήσεις τους.

– Εχετε αναπτύξει έντονη επενδυτική δραστηριότητα στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και με την κρίση δοκιμάστηκαν σκληρά. Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν;
Οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ένα τσουνάμι αρνητικών εξελίξεων, που στην ουσία θέτουν υπό αμφισβήτηση το παραδοσιακό πρότυπο λειτουργίας τους. Οι παραπάνω επιχειρήσεις είναι καταπονημένες και χρηματοοικονομικά αποδυναμωμένες, ενώ αρκετές αντιμετωπίζουν υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε αυτά να προσθέσουμε τη μείωση ή τη στασιμότητα του τζίρου σε αρκετούς κλάδους, την περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, την αδυναμία εξαγωγικής δυναμικής, τον υψηλό σχετικά τραπεζικό δανεισμό που έχουν σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργήσει οικογενειακά δράματα. Στο διοικητικό κομμάτι ενίοτε αναπτύσσονται ενδοοικογενειακές παραλυτικές εσωτερικές διαμάχες και έριδες για τη διοίκηση και τον έλεγχο της εταιρείας, που οδηγούν στη στασιμότητα.

Στο πλαίσιο βελτίωσης της διαφάνειας και αξιοπιστίας τους, πρέπει να καταστεί υποχρεωτική η ενσωμάτωση των παρατηρήσεων των ορκωτών ελεγκτών τους στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών. Να γίνει υποχρεωτική η δημοσίευση ισολογισμών με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, να δημοσιεύουν όλες οι εταιρείες ισολογισμό και αποτελέσματα χρήσεως εντός του α’ εξαμήνου του επόμενου έτους, να γίνει υποχρεωτική η περιοδική και με σύγχρονες μεθόδους αποτίμηση της επάρκειας των ίδιων κεφαλαίων τους από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές και να ενσωματωθεί η ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης στα κριτήρια πιστοδοτικής πολιτικής των τραπεζών και των φορέων κρατικής ενίσχυσης και στήριξης των επιχειρήσεων με ευρωπαϊκά ή κρατικά κονδύλια. Στην τρέχουσα συγκυρία, οι εξελίξεις επιβαρύνουν περαιτέρω τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και δεν ευνοούν, ceteris paribus, το μικρό μέγεθος. Ιδιαίτερα κρίσιμες αλλαγές διεθνώς αποτελούν το άνοιγμα των εγχώριων αγορών στον διεθνή ανταγωνισμό, το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι τεχνολογικές εξελίξεις που απαιτούν επενδύσεις, η διεθνοποίηση εμπορικών δραστηριοτήτων, η αυξημένη τοπική παρουσία πολυεθνικών εταιρειών και η αυξανόμενη συγκέντρωση στους κλάδους διανομής προϊόντων και υπηρεσιών. Προφανώς, το μικρότερο εταιρικό μέγεθος έχει καλύτερες εμπορικές προοπτικές αν παράγει ένα επώνυμο ή προστατευμένο προϊόν, πολύ εξειδικευμένο, με μοναδικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να αναπαραχθούν ή να αντιγραφούν από τον ανταγωνισμό.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα εξάγει σήμερα φρούτα αξίας περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως και είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παίκτης στην ευρωπαϊκή αγορά. Η μεγαλύτερη εταιρεία όμως στον κλάδο έχει μερίδιο εξαγωγών μόνο 4%, με δεκάδες μικρότερες και σχετικά αδύναμες χρηματοοικονομικά εταιρείες να ανταγωνίζονται χωρίς συγκριτικό πλεονέκτημα. Να δίνουν μάχη επιβίωσης, με πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους, αγοράζοντας και πουλώντας τα προϊόντα συνήθως spot, χωρίς διαπραγματευτική δύναμη σε σχέση με τα διεθνή δίκτυα διανομής και χωρίς τους αναγκαίους πόρους για επενδύσεις και ανάπτυξη πωλήσεων εντός και εκτός Ελλάδος. Το ίδιο φαινόμενο εμφανίζεται σε πολλούς κλάδους.

– Είναι διατηρήσιμο αυτό το παραγωγικό μοντέλο;
Δεν νομίζω και γι’ αυτό είμαι πεπεισμένος ότι αποτελεί επιτακτική εθνική στρατηγική να δημιουργήσουμε ισχυρότερες, σύγχρονες, εξωστρεφείς επιχειρήσεις με μέγεθος ικανό να αναπτυχθούν στη διεθνή αγορά. Η αναπτυξιακή δυναμική που διαμορφώνεται στην ελληνική οικονομία και με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θα προσφέρει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μια τελευταία ίσως ιστορική ευκαιρία να αναθεωρήσουν την επιχειρηματική στρατηγική τους. Να σχεδιάσουν την άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, να αναβαθμίσουν την ποιότητα και αξιοπιστία των οικονομικών καταστάσεων, να διαμορφώσουν ένα βιώσιμο επενδυτικό πρότυπο, να συνεργαστούν με τρίτους σε κοινές πλατφόρμες στον κλάδο τους, να δημιουργήσουν και να αξιοποιήσουν κοινές συλλογικές υποδομές, συμπεριλαμβανομένης και της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, και να σκεφτούν σοβαρά να συγχωνευθούν με άλλες εταιρείες στον κλάδο. Κεντρικός στόχος είναι να διασφαλίσουν τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς πόρους και τα θεσμικά κεφάλαια για τις απαιτούμενες επενδύσεις, μετασχηματίζοντας ταυτόχρονα την επιχείρησή τους, εφαρμόζοντας σύγχρονους όρους επιχειρηματικής διοίκησης, λειτουργίας και προοπτικής. Γι’ αυτό χρειάζονται σοβαρά κίνητρα με στόχο την ενθάρρυνση συγχωνεύσεων και εξαγορών, κάτι που προετοιμάζεται ήδη από την κυβέρνηση.

– Ολοι συζητούν για το Ταμείο Ανάκαμψης και τις προκλήσεις που έχουμε να διαχειριστούμε.
Η κυβέρνηση επιδεικνύει ισχυρή πολιτική βούληση και υλοποιεί μέτρα, πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις, ικανά να προκαλέσουν, αν υπάρξει συνέπεια, ένα ισχυρό επενδυτικό και αναπτυξιακό κύμα στην Ελλάδα από το β’ εξάμηνο του 2021. Υπάρχει, λοιπόν, η πολιτική προϋπόθεση της επίτευξης ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης. Εχει γίνει επίσης, ίσως για πρώτη φορά, σοβαρός επενδυτικός σχεδιασμός, με την κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που στοχεύει να αξιοποιήσει τα πλέον των 30 εκατ. ευρώ επιδοτήσεων και δανείων από ευρωπαϊκούς πόρους που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα, κινητοποιώντας ταυτόχρονα και επιπροσθέτως 25 δισ. ευρώ ιδιωτικά κεφάλαια, καθώς και τους πόρους του ΕΣΠΑ ΙΙ, ύψους 26 δισ. ευρώ.

Δεν θα πρέπει, όμως, να δημιουργήσουμε υπερβολικές προσδοκίες ή ασυγκράτητη αισιοδοξία και εφησυχασμό, διότι οι συνθήκες εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας σήμερα κυριαρχούνται από μια σειρά αρνητικών προκλήσεων που κληρονομήσαμε από την προηγούμενη κρίση και επαυξάνει η πρόσφατη πανδημία. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, ολοκληρωμένο σχέδιο και επιμονή, καθώς και ανάληψη σημαντικών και τολμηρών μεταρρυθμίσεων.

Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου παγκοσμίως μειώνονται σοβαρά οι ξένες άμεσες επενδύσεις (FDIs), από 2 τρισ. δολάρια το 2015 σε 1,5 τρισ. το 2019 και κάτω από το 1 τρισ. δολάρια το 2020 (Παγκόσμια Τράπεζα), ενώ η πιθανολογούμενη απόσυρση των έκτακτων και πρωτοφανών νομισματικών και δημοσιονομικών μέτρων στήριξης των οικονομικών λόγω COVID-19 προς το τέλος του 2021 και μετά, θα οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια, περιορισμό της ρευστότητας και σε δημοσιονομική σύσφιξη.

Συνεπώς, η επιτυχής υλοποίηση του Επενδυτικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0» και του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027 είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών επενδύσεων και οικονομικής ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Δεν πρέπει δηλαδή να θεωρηθούν τα ευρωπαϊκά ταμεία πανάκεια για όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

– Πώς θα μεγιστοποιήσουμε το όφελος;
Θα αναφερθώ σε ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις και πρωτοβουλίες που τις θεωρώ καθοριστικές: Είναι αναγκαίο να υποβάλουμε προς έγκριση στους θεσμούς παραγωγικά, επιλέξιμα, ώριμα και εγκρίσιμα έργα. Δεν υπάρχουν αυτοματισμοί στις εκταμιεύσεις. Η πανδημία οδήγησε τη χώρα μας και πολλές άλλες χώρες παγκοσμίως σε δημοσιονομική εκτροπή. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι αναγκαία ώστε οι διεθνείς αγορές να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν απρόσκοπτα την οικονομία μας με ανταγωνιστικούς όρους. Ο δημοσιονομικός εφησυχασμός μπορεί να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό όλα τα θετικά αποτελέσματα που προσδοκούμε.

Η μεγιστοποίηση των θετικών συνεπειών του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» επιτυγχάνεται μόνο με την παράλληλη συνεπή υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία, στη Δικαιοσύνη, στη Δημόσια Διοίκηση και την ενίσχυση της σταθερότητας των θεσμών και κανόνων και της ελκυστικότητας του επενδυτικού πλαισίου. Επιπροσθέτως, μεγάλη πρόκληση μπροστά μας για την υλοποίηση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» είναι η συνολική διοίκηση και διαχείριση του έργου. Ιδιαίτερα σημαντικές παράμετροι είναι η ικανοποίηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας, ο αποτελεσματικός συντονισμός όλων των εμπλεκόμενων φορέων και η ταχύτατη λήψη αποφάσεων, η τήρηση των αναγκαίων κανόνων διαφάνειας και ελέγχου, η παρακολούθηση και έγκαιρη παράδοση των έργων και η εξασφάλιση της συμπληρωματικότητας κ.ά.
Υπάρχει προβληματισμός αν η σημερινή Δημόσια Διοίκηση μπορεί να διαχειριστεί ένα τόσο απαιτητικό και πολύπλοκο έργο και αν επίσης υπάρχουν τόσα πολλά ώριμα έργα για να εγκριθούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» συμπεριλαμβάνονται: 170 κατηγορίες επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, πάνω από 100 δημόσια έργα και θα πρέπει να γίνουν πάνω από 400 διαγωνισμοί την επόμενη διετία. Είναι θετικό βήμα ότι έχει ήδη δημιουργηθεί εκτελεστική επιτροπή έργου υπό τον αναπληρωτή υπουργό Θόδωρο Σκυλακάκη και ειδική υπηρεσία συντονισμού υπό τον γ.γ. Νίκο Ματζούφα.

Εκτιμώ ότι για την επιτυχή ολοκλήρωση του έργου θα πρέπει η κυβέρνηση να συνεργαστεί στενά και συμπληρωματικά με εξειδικευμένες ιδιωτικές εταιρείες που έχουν μεγάλη σχετική εμπειρία. Στην Ελλάδα δημιουργείται προβληματισμός όταν «μοιράζονται» από τη Δημόσια Διοίκηση «πολλά λεφτά σε σύντομο χρονικό διάστημα», στην περίπτωσή μας, κατ’ εκτίμησή μου, πάνω από 100 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια. Για την αποτελεσματική αξιοποίηση των ανωτέρω πόρων, χρειάζεται να επιδείξουμε τη μέγιστη πολιτική αποφασιστικότητα, περιορίζοντας φαινόμενα λαϊκισμού, πελατειακών πρακτικών και διευκόλυνσης των παρασιτικών επιχειρηματικών συμφερόντων.

Τέλος, αυτό που λείπει από το σχέδιο είναι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αξιοποίησης της μεγάλης δημόσιας περιουσίας, που θα συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά κυρίως την αξιοποίηση της δημόσιας γης, με τη χωροθέτηση και αδειοδότηση προεπιλεγμένων περιοχών για συγκεκριμένες επενδυτικές και παραγωγικές χρήσεις. Χρειάζεται να αυξήσουμε την προσφορά επενδυτικών ευκαιριών μαζί με τη ζήτηση για να προσελκύσουμε νέους επενδυτές. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να εκλαϊκευτούν, να συγκεκριμενοποιηθούν και να επικοινωνηθούν σωστά στην κοινωνία τα οφέλη για τη ζωή των πολλών από όλες τις παραπάνω επενδυτικές πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις, ώστε να διαμορφωθεί μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία στήριξης των αλλαγών και της αναπτυξιακής προοπτικής.

Διαβάστε ακόμη 

Οικογένειες με 2 παιδιά τα πιο μεγάλα φορολογικά υποζύγια στην Ελλάδα και στην ΕΕ (πίνακες) 

Η κατάρρευση των κορυφαίων της μόδας: Μiss Raxevsky – Kathy Heyndels στην πασαρέλα της χρεοκοπίας 

Νέο 10ετές: Spreads όπως 13 χρόνια πριν και …χωρίς «Α» από τους Οίκους Αξιολόγησης