Του Αλέξανδρου Κασιμάτη 

Προς τα τέλη Σεπτεμβρίου, όπου θα πρέπει να γίνει η προγραμματισμένη ετήσια ανασκόπηση των στόχων για τα κόκκινα δάνεια με τις εποπτικές αρχές, οι τράπεζες θα έχουν την πρώτη ουσιαστική ένδειξη για τις απαιτήσεις σχετικά με τα ΝPLs που πρέπει να αντιμετωπίσουν το 2018. Από πέρυσι, όπου τέθηκαν οι τριετείς στόχοι για τα ΝPLs, είχε συμφωνηθεί ότι τον Σεπτέμβριο θα γίνει απολογισμός των επιδόσεων του 2017 και ανασκόπηση των στόχων του 2018.

Σε αυτό το ραντεβού με τις εποπτικές αρχές οι τραπεζίτες περιμένουν να διαπιστώσουν κατά πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα σενάρια που φτάνουν το τελευταίο διάστημα στα γραφεία τους και φαίνεται να επιβάλονται μεγαλύτεροι στόχοι για μείωση των κόκκινων δανείων για το 2018, να ζητείται δυναμικότερη αντιμετώπιση των κόκκινων δανειοληπτών με ενέχυρο την πρώτη κατοικία κ.ά. Οι τράπεζες το 2017 θα επιτύχουν τους φιλόδοξους στόχους που έθεσαν SSM και ΤτΕ, ωστόσο το 2018 δεν θα είναι μια εύκολη χρονιά.

Τα μηνύματα που ήδη έχουν πάρει από την Εποπτεία οι τράπεζες είναι ότι κάθε ιδέα για ελάφρυνση των στόχων του 2018 είναι εκτός συζήτησης. Συνεπώς, ετοιμάζονται τον Σεπτέμβριο να συναντήσουν την Εποπτεία έχοντας μπροστά τους ως καλό σενάριο την επίτευξη των ήδη δύσκολων στόχων του 2017 και ως αρνητικό την αύξηση των στόχων για τον επόμενο χρόνο. Αν πράγματι ο πήχης του 2018 τεθεί ψηλότερα, για να πιάσουν τους στόχους οι τράπεζες θα χρειαστεί να προχωρήσουν αφενός σε περισσότερες πωλήσεις ΝPLs και αφετέρου σε περισσότερους πλειστηριασμούς. Γενικότερα, όμως, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί θεωρούνται απαραίτητοι για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2018 και του 2019.
Η αντιμετώπιση των ΝPLs είναι ζωτικής σημασίας για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, καθώς, όπως αναφέρεται στη μελέτη «Το κόστος της αβεβαιότητας» του πρόεδρου της Eurobank Νικόλαου Καραμούζη και του Group Strategy της ίδιας τράπεζας Αντώνη Κουλεϊμάνη, κατά τη διάρκεια της κρίσης «το τραπεζικό σύστημα υποχρεώθηκε σε διαδοχικές αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 64 δισ., απώλεσε καταθέσεις συνολικά 125 δισ., στηρίχθηκε στο Ευρωσύστημα για ρευστότητα για να επιβιώσει (στην κορύφωση της κρίσης ο δανεισμός του ξεπέρασε τα 130 δισ.) και δημιουργήθηκαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια άνω των 100 δισ. που κατέστησαν αναγκαίο τον σχηματισμό προβλέψεων ύψους 57 δισ. Οι μέτοχοι των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, έχασαν δύο φορές το σύνολο της επένδυσής τους στις τράπεζες, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων, επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να υλοποιήσουν προγράμματα αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων τους, ενώ πλήθος από αυτές οδηγήθηκε στη μη βιωσιμότητα και τελικά στην πτώχευση».

Η ανόρθωση του τραπεζικού συστήματος απαιτεί την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, διαδικασία η οποία, εκτός από την εξυγίανση των τραπεζών, συμβάλλει καθοριστικά και στην επιστροφή της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Οπως αναφέρεται στην παραπάνω μελέτη, οι ελληνικές επιχειρήσεις «ενώ τον Σεπτέμβριο του 2008 δανείζονταν λιγότερο από 100 μονάδες βάσης (1%) ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, την περίοδο της ψήφισης του 2ου Μνημονίου είδαν τη διαφορά αυτή να αυξάνεται σε επίπεδα υψηλότερα από 300 μ.β. Κατά μέσο όρο, η διαφορά κόστους δανεισμού ελληνικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σχεδόν τριπλασιάστηκε από τα προ Lehman επίπεδα, με σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοροές των επιχειρήσεων. Σήμερα, το κόστος δανεισμού παρουσιάζει μια μικρή βελτίωση, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο από άλλες χώρες που υποχρεώθηκαν να μπουν σε πρόγραμμα προσαρμογής».

Με την εύθραυστη προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης σε εξέλιξη, η θέση του ΔΝΤ για διενέργεια ελέγχων περιουσιακών στοιχείων (ΑQR) και νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ενισχύει την αβεβαιότητα και επιβαρύνει το οικονομικό κλίμα. Αλλωστε οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 17% (με όριο 13%), ελέγχθηκαν με AQR το 2015, ενώ τον Φεβρουάριο 2018 θα υποβληθούν και πάλι σε προγραμματισμένα stress tests.