Σε χαρτογράφηση των επιχειρήσεων που κινδυνεύουν να καταστούν αφερέγγυες εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων, οι οποίες προκαλούν «αρρυθμίες» στον εφοδιασμό πρώτων υλών, αλλά και της εκτίναξης του πληθωρισμού, με τις ανατιμήσεις να διαχέονται σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής και διανομής, προχωρούν οι τράπεζες.

Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, στην «πορτοκαλί» ζώνη τίθενται οι επιχειρήσεις – όπως, για παράδειγμα, του τουρισμού – οι οποίες μολονότι πλήττονται από το αυξημένο κόστος, εντούτοις έχουν τη δυνατότητα μέρος αυτού να το «περάσουν» στον καταναλωτή, μετριάζοντας τρόπο τινά τις όποιες επιπτώσεις από την νέα τρέχουσα κρίση.
Στον αντίποδα, στην «κόκκινη» ζώνη συγκαταλέγονται οι επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενα ενεργειακά και μη ενεργειακά προϊόντα.

Ενδεικτικά, στους κλάδους των μετάλλων η Ελλάδα έχει σημαντικές εισαγωγές αλουμινίου και χαλκού από τη Ρωσία που αντιστοιχούν στο 22% και στο 27% του συνόλου των σχετικών εισαγωγών (αλλά δεν ξεπερνούν το 2,5% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών). Επίσης, οι εισαγωγές σιταριού από τη Ρωσία και κριθαριού από την Ουκρανία αντιστοιχούν στο 22% και στο 12% των σχετικών εισαγωγών (ποσοστό κάτω από το 0,5% των συνολικών ελληνικών εισαγωγών).

Γενικά, οι εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών από την Ουκρανία και τη Ρωσία που κατευθύνονται προς τους κλάδους παραγωγής τροφίμων αντιστοιχούν περίπου στο 10% των σχετικών εισαγωγών και στο 2% των συνολικών εισαγωγών της Ελλάδος. «Αμφότερες βρίσκονται υπό στενή παρακολούθηση από τις τράπεζες, προκειμένου – εάν και εφόσον χρειαστεί – να επέμβουν με λύσεις, οι οποίες, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα θυμίζουν τις αντίστοιχες της πανδημίας», σχολιάζουν στο newmoney αρμόδιες πηγές, σημειώνοντας πως η εικόνα για το ποσοστό αθέτησης πληρωμών στο επίμαχο χαρτοφυλάκιο θα ξεκαθαρίσει πιθανότατα προς το τέλος Ιουνίου.

Η επίπτωση σε αριθμούς

«Οι πιο αδύναμες χρηματοοικονομικά επιχειρήσεις βρίσκονται, αναμφισβήτητα, ενώπιον μιας νέας δοκιμασίας, οι επιδράσεις της οποίας θα εξαρτηθούν και από την τελική διάρκεια της διαταραχής. Ωστόσο, όσον αφορά στη συνολική εικόνα του επιχειρηματικού τομέα και ειδικά τις υγιείς επιχειρήσεις, το πλήγμα είναι διαχειρίσιμο», τονίζει η Εθνική Τράπεζα σε σχετική ανάλυσή της, επιχειρώντας μία αποτύπωση της επίπτωσης που θα έχει η κρίση στα οικονομικά μεγέθη των επιχειρήσεων.

Πιο αναλυτικά, η δυνητική ετήσια επιβάρυνση στην επιχειρηματική κερδοφορία από την επιδείνωση των όρων εμπορίου θα μπορούσε να φτάσει τα επτά δισ. ευρώ, σε ονομαστικούς όρους, ή το 3,6% του ΑΕΠ στο σύνολο του 2022.

Επιπλέον, η εκτιμώμενη προσαρμογή των μισθών θα μπορούσε να προσθέσει έως και 1,5 δισ. ευρώ στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων. «Η συνδυαστική επίδραση από τις ανατιμήσεις στις παραγωγικές εισροές και την
αύξηση των μισθών εκτιμάται κοντά στα 8,5 δισ. ευρώ ή 4,3% του ΑΕΠ (περίπου το ¼ της ακαθάριστης λειτουργικής κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων το 2021, όπως προσεγγίζεται από το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα)», σημειώνουν οι αναλυτές της ΕΤΕ.

Σύμφωνα με τους ίδιους, υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που μετριάζουν τον αντίκτυπο των παραπάνω εξελίξεων στις επιχειρηματικές επιδόσεις. Οι κυριότεροι είναι οι εξής:

1. Η ανθεκτικότητα της ζήτησης που αντικατοπτρίζεται στην επιταχυνόμενη άνοδο του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων (αύξηση κατά 20,2 δισ. ευρώ, σε ετήσια βάση, το α’ τρίμηνο του 2022, 16,8 δισ. ευρώ υψηλότερα από τα προ-πανδημίας επίπεδά τους).

2. Το ισχυρό ξεκίνημα της τουριστικής περιόδου και τα ολοένα και πιο ενθαρρυντικά σημάδια για τους επόμενους μήνες, με σημαντική πιθανότητα να καλυφθεί από εφέτος η εναπομένουσα απόσταση επτά δισ. ευρώ από την κορυφαία ιστορικά επίδοση κατά το 2019.

3. Η ισχυρή ανάκαμψη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων το 2021 σε υψηλό 10ετίας, ύψους 32,2 δισ. ευρώ (+οκτώ δισ. ευρώ ετησίως), σε συνδυασμό με σημαντικά αποθέματα ρευστότητας (42 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2022, παραμένοντας κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα).

4. Η αυξημένη τιμολογιακή ισχύς και η πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη στις επιχειρήσεις.

Κλάδοι… πρωταθλητές στα «κόκκινα»

Στο 16,4% υπολογίζεται ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο που συνεχίζει να επηρεάζεται κυρίως από το υψηλό ποσοστό στην κατηγορία των μικρομεσαίων (25,3%) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (34,8%). Αναφορικά με τη διάρθρωση των χρηματοδοτήσεων στους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση αφορά σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του εμπορίου (16% των συνολικών χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις).

Ο δείκτης ΜΕΔ για τον εν λόγω κλάδο κυμαίνεται σε επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου του αντίστοιχου δείκτη των επιχειρηματικών δανείων (23,4% έναντι 16,4%). Πολύ υψηλά ποσοστά ΜΕΔ καταγράφονται στους κλάδους της εστίασης (41,6%), των κατασκευών (27,4%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (23,5%), των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής και ενημέρωσης (21,6%) και της μεταποίησης (19,9%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (1,7%) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (6,8%).

Διαβάστε ακόμα:

Δημοσιονομικό χώρο για νέες παρεμβάσεις αναζητεί η κυβέρνηση

Astypalea Project: O πρωθυπουργός και το «αφεντικό» της VW κηρύσσουν τη β’ φάση

Solmeyea: Η ελληνική πατέντα που μπορεί να σώσει τον πλανήτη από τους ρύπους της βιομηχανίας (pics)