Το χρονικό της πτώχευσης της Silicon Valley Bank (SVB) που ζωντάνευσε τους φόβους για παγκόσμιο «τσουνάμι» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), εστιάζοντας στα… μαθήματα που προέκυψαν από αυτή, τόσο για τις ΗΠΑ, όσο και για την Ευρώπη.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η Silicon Valley Bank ήταν η 16η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, με βάση το σύνολο του ενεργητικού, ενώ οι δραστηριότητές της ήταν επικεντρωμένες στην εξυπηρέτηση του κλάδου υψηλής τεχνολογίας.

Παρά το γεγονός ότι ιδρύθηκε το 1983, παρέμενε με ισολογισμό κάτω από τα 10 δισ. δολάρια μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όταν άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία, φθάνοντας τα 211 δισ. δολάρια το 2021.

Η μεγάλη ανάπτυξη του κλάδου υψηλής τεχνολογίας κατά την περίοδο της πανδημίας και η συνακόλουθη αύξηση της χρηματοδότησης των εταιριών του κλάδου, μαζί με τη δεσπόζουσα θέση της SVB στο οικοσύστημα της Silicon Valley, οδήγησαν σε περαιτέρω μεγέθυνση της τράπεζας μέσω της αύξησης των καταθέσεων από αυτές τις εταιρίες, που τριπλασιάστηκαν από το 2019 μέχρι το 2021. Τα 3/4 της αύξησης των καταθέσεων, με τις καταθέσεις να αποτελούν πρόσφορη πηγή χρηματοδότησης για κάθε τράπεζα, διοχετεύθηκαν σε ομόλογα μακράς διάρκειας, κυρίως σε κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, και δευτερευόντως σε ομόλογα ειδικών οργανισμών των ΗΠΑ (agency securities), τα οποία στο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων το 2021 είχαν ελκυστικότερες αποδόσεις.

Η άνοδος όμως των επιτοκίων επέφερε σημαντικές απώλειες στο χαρτοφυλάκιο της SVB. Τα υψηλότερα επιτόκια επιδρούν αρνητικά στις τιμές των υφιστάμενων ομολόγων και η μείωση είναι μεγαλύτερη για τα ομόλογα μακράς διάρκειας. Ήδη στο τέλος του 2022 οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες (unrealised losses) ήταν της τάξεως του 8,5% του συνολικού ενεργητικού, άρα η τράπεζα ήταν ευάλωτη στην αύξηση εκροών καταθέσεων.

Δεδομένων των προβλημάτων ύφεσης που παρουσιάστηκαν το 2022 στον κλάδο της υψηλής τεχνολογίας, οι καταθέτες έκαναν αυξημένη χρήση των καταθέσεών τους για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους.

Ταυτόχρονα, η περαιτέρω αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, που οδήγησε την κλίση της καμπύλη αποδόσεων σε αρνητικά επίπεδα, ώθησε καταθέτες της τράπεζας σε αναζήτηση καλύτερων αποδόσεων με στροφή προς τοποθετήσεις με μεγαλύτερη απόδοση, όπως κρατικά ομόλογα ή μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων της αγοράς χρήματος (money market funds). Tα χρεόγραφα στο χαρτοφυλάκιο της SVB ήταν μεγάλης διάρκειας, με αποτέλεσμα οι τιμές τους να έχουν μειωθεί σημαντικά μετά την αύξηση των βασικών επιτοκίων.

Η μείωση της αξίας των χρεογράφων επιβαρύνει τα αποτελέσματα χρήσης των τραπεζών είτε όταν πωλούνται τα χρεόγραφα είτε όταν αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία τους, ενώ δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα χρήσης όταν αποτιμώνται στο κόστος κτήσης. Εν προκειμένω, τα χρεόγραφα της SVB ήταν καταχωρημένα στους λογαριασμούς για διακράτηση έως τη λήξη και αποτιμούνταν στο κόστος κτήσης, δηλαδή υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχε επηρεαστεί η λογιστική κατάσταση της τράπεζας από τη μείωση της τιμής τους στην αγορά ομολόγων.

Οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης της SVB προέκυψαν επειδή η SVB ρευστοποίησε μέρος των εν λόγω θέσεων ώστε να καλύψει ανάγκες ρευστότητας, με αποτέλεσμα την καταγραφή ζημιών ύψους περίπου 1,8 δισ. δολαρίων. Κατά συνέπεια, η τράπεζα έπρεπε να αυξήσει τα κεφάλαιά της. Στις 8 Μαρτίου 2023 η τράπεζα ανακοίνωσε ότι προγραμματίζει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 1,75 δισεκ. δολαρίων. Στη συνέχεια όμως, φάνηκε ότι η κάλυψη της αύξησης κεφαλαίου θα ήταν δυσχερής, καθώς οι επενδυτές ήταν απρόθυμοι να συμμετάσχουν, γεγονός που οδήγησε στη μαζική απόσυρση καταθέσεων (bank run).

Κατά κανόνα, οι καταθέσεις είναι πολύτιμη πηγή χρηματοδότησης για τις τράπεζες, καθώς δεν υπόκεινται σε μεγάλες βραχυπρόθεσμες αυξομειώσεις, ενώ στις ΗΠΑ είναι ασφαλισμένες έως ένα ποσό (250.000 δολάρια ανά δικαιούχο ανά τράπεζα). Λόγω όμως του ιδιάζοντος μοντέλου της SVB, o κύριος όγκος των καταθέσεων αποτελούνταν από επιχειρηματικές καταθέσεις (που είναι λιγότερο σταθερές από τις καταθέσεις των νοικοκυριών, ειδικά για έναν κλάδο σε ύφεση, που απαρτίζεται από νέες εταιρίες), οι οποίες σε μεγάλο βαθμό ξεπερνούσαν το όριο ασφάλισης. Η αδυναμία της τράπεζας να βρει κεφάλαια για να αντεπεξέλθει στις εκροές οδήγησε στο κλείσιμό της.

Κατά συνέπεια, η κατάρρευση της SVB, παρόλο που είναι η μεγαλύτερη τραπεζική πτώχευση στις ΗΠΑ από το 2008 και η δεύτερη μεγαλύτερη συνολικά σε όρους ονομαστικής αξίας, έχει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από τις πτωχεύσεις της περιόδου της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Δεν υπήρξε δανεισμός σε επισφαλείς οφειλέτες, ούτε έκθεση σε αδιαφανή προϊόντα υψηλού κινδύνου. Αντιθέτως, οφείλεται σε υποεκτίμηση του κινδύνου χαρτοφυλακίου, καθώς η μεγάλη έκθεση σε ομόλογα μακράς διάρκειας δεν αντισταθμίστηκε από συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνων (swaps).

Έτσι η τράπεζα εξέθεσε το ενεργητικό της σε κίνδυνο από αύξηση επιτοκίων, ενώ το παθητικό της ήταν ήδη εκτεθειμένο στον ίδιο κίνδυνο, αφού ο κλάδος της υψηλής τεχνολογίας, που είχε μεγεθυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, αποτελούσε τη σχεδόν αποκλειστική πηγή καταθέσεων για την τράπεζα SVB. Ταυτόχρονα, λόγω της ελάχιστης διασποράς, η τράπεζα δεν επωφελήθηκε από ανάλογη μείωση της αξίας του παθητικού όπως θα γινόταν αν αυτό είχε μεγαλύτερο ποσοστό μακροχρόνιου δανεισμού. Ως εκ τούτου, τα προβλήματα της SVB πιθανώς δεν αφορούν και άλλες τράπεζες με πιο διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο.

Συστημικές προεκτάσεις

Οι πιθανότητες συστημικών προεκτάσεων της κατάρρευσης της SVB ήταν εξ αρχής μικρές, καθώς η συγκεκριμένη τράπεζα δεν είχε σημαντικές μετοχικές ή άλλες σχέσεις αλληλεπίδρασης με άλλες τράπεζες. Παρ’ όλα αυτά, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) σε συνεργασία με το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών και την εποπτική αρχή FDIC (Federal Deposit Insurance Corporation) ανακοίνωσαν πως όλοι οι καταθέτες της SVB θα ικανοποι ηθούν για το σύνολο των καταθέσεών τους, ενώ ανακοίνωσαν ένα νέο πρόγραμμα δανεισμού που προορίζεται για ικανοποίηση των καταθέσεων όλων των υπόλοιπων πιστωτικών ιδρυμάτων. Με τον τρόπο αυτό οι χρηματοπιστωτικές αρχές των ΗΠΑ ουσιαστικά παρείχαν αναδρομική εγγύηση καταθέσεων για το σύνολο των καταθετών, με σκοπό την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και την αποτροπή νέου επεισοδίου μαζικής απόσυρσης καταθέσεων.

Υπό κανονικές συνθήκες, μόνο καταθέσεις ύψους μέχρι 250.000 δολάρια ασφαλίζονται και προστατεύονται από την εποπτική αρχή (FDIC), ενώ καταθέσεις άνω αυτού του ύψους υπόκεινται στις συνηθισμένες διαδικασίες πτώχευσης και αποπληρώνονται μόνο σε περίπτωση που τα κεφάλαια της τράπεζας επαρκούν. Έχουν πάντως κατά κανόνα εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τις μετοχές και τα ομόλογα. Το νέο πρόγραμμα που επίσης τέθηκε σε ισχύ, με την ονομασία Bank Term Funding Program (BTFP), βασίζεται σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα (Fed) και προσφέρει ρευστότητα μέχρι ενός έτους σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έναντι ενεχύρου με τη μορφή ομολόγων υψηλής ποιότητας. Το ιδιαίτερο στοιχείο του BTFP είναι ότι θα παρέχει το δανεισμό στην ονομαστική αξία του ομολόγου και όχι κατόπιν προσαρμογής στην τρέχουσα τιμή της αγοράς. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για άλλες τράπεζες που, όπως η SVB, είχαν υποστεί ζημίες στον ισολογισμό τους λόγω της αύξησης των επιτοκίων και της συνακόλουθης μείωσης της αξίας των ομολόγων μακράς διάρκειας και σταθερού επιτοκίου.

Επιδράσεις στις διεθνείς κεφαλαιαγορές

Οι εξελίξεις στην SVB επέδρασαν στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με πτώση των τιμών των μετοχών και αύξηση της μεταβλητότητας, από την ημέρα που ανακοινώθηκαν η πραγματοποίηση των ζημιών και η ανάγκη αύξησης κεφαλαίου, ενώ η επιφυλακτικότητα των επενδυτών να αυξήσουν τις τοποθετήσεις τους σε επενδυτικές θέσεις με υψηλό κίνδυνο προεξοφλούσε την αποτυχία της αύξησης. Οι τραπεζικές μετοχές στις ΗΠΑ σημείωσαν σημαντική πτώση το διάστημα από 9.3.2023 έως 13.3.2023. Οι τιμές των μετοχών παρουσίασαν θετική απόδοση στις 14.3.2023, υποδηλώνοντας ότι η ανακοίνωση της αναδρομικής εγγύησης όλων των καταθέσεων της SVB ήταν αποτελεσματική στην εξομάλυνση της αρχικής έντονα αρνητικής αντίδρασης.

Στην ευρωζώνη, οι τραπεζικές μετοχές επίσης σημείωσαν πτώση, αλλά μικρότερη σε σχέση με αυτές στις ΗΠΑ, με τις ευρωπαϊκές μετοχές που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφουν αντίστοιχες αποδόσεις με τους τραπεζικούς δείκτες στις ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι οι γενικοί δείκτες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ευρωζώνη επηρεάστηκαν πολύ λιγότερο από ό,τι οι αντίστοιχοι δείκτες του τραπεζικού κλάδου. Τέλος, στην αγορά εταιρικών ομολόγων της ευρωζώνης που έχουν εκδοθεί από χρηματοπιστωτικές εταιρίες αυξήθηκαν οι αποδόσεις των ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (subordinated) και των ομολόγων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, καθώς τα εν λόγω ομόλογα παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στη μεταβολή των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

Συμπερασματικά, η περίπτωση της SVB είναι ενδεικτική για την επίδραση των αυξήσεων των επιτοκίων, τόσο στην πλευρά του ενεργητικού όσο και στην πλευρά του παθητικού των ισολογισμών των τραπεζών. Στην περίπτωση της SVB η πτώση των τιμών των χρεογράφων της και η αναγκαστική πώληση, λόγω της ανάγκης για ρευστότητα εν μέσω φυγής καταθέσεων, οδήγησαν στην καταγραφή ζημιών και στην ανάγκη αύξησης κεφαλαίου. Δεδομένου ότι οι ίδιοι παράγοντες ενδέχεται να λειτουργούν κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλες περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, η παρέμβαση των χρηματοπιστωτικών αρχών των ΗΠΑ ενίσχυσε την εμπιστοσύνη των καταθετών και λειτούργησε ως ανάχωμα στην πιθανή εκδήλωση κρίσης εμπιστοσύνης σε άλλες τράπεζες. Ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι πιθανές προεκτάσεις του BTFP. Οι κεντρικές τράπεζες παραδοσιακά προσφέρουν ρευστότητα έναντι ενεχύρου καλής ποιότητας, αποτιμώμενου στην τρέχουσα αξία της αγοράς. Το BTFP αντίθετα δανείζει στην ονομαστική αξία του ενεχύρου, που σημαίνει ότι αφαιρεί τον κίνδυνο διάρκειας (duration risk) από τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Ταυτόχρονα, επιτρέπει στην κεντρική τράπεζα να επιδιώκει τους στόχους της νομισματικής πολιτικής χωρίς να ανησυχεί για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διευκολύνοντας σημαντικά την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.

Η περίπτωση της SVB μπορεί επίσης να έχει επιπτώσεις στη χρηματοδότηση άυλων περιουσιακών στοιχείων. Βασικό γνώρισμα της ψηφιακής οικονομίας είναι ο ρόλος του άυλου κεφαλαίου (AK), το μερίδιο του οποίου αυξάνεται ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες. Το AK (ιδέες, λογισμικό κ.λπ.) είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και να μεταπωληθεί, επομένως τέτοιες εταιρίες δυσκολεύονται να δανειστούν από παραδοσιακές τράπεζες. Αυτό εξηγεί τον καίριο ρόλο των εξειδικευμένων εταιριών που παρέχουν κεφαλαιακή χρηματοδότηση στον τομέα της τεχνολογίας (venture capital ‒ VC), οι οποίες υποστηρίζουν επιχειρηματικές ιδέες που βασίζονται σε πολύπλοκες τεχνολογίες. Οι χρηματοπιστωτικές εταιρίες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα μέσω του venture debt (VD), στο οποίο πρωτοστάτησε η SVB. To VD συνίσταται σε δανεισμό προς νεοφυείς επιχειρήσεις που υποστηρίζονται ήδη από εταιρίες VC, οι οποίες δίνουν την ένδειξη στην τράπεζα ότι το εγχείρημα έχει θετική καθαρή παρούσα αξία (NPV). Τέτοια δίκτυα είναι δύσκολο να κατασκευαστούν, επομένως η κατάρρευση της SVB πιθανότατα θα αποτελέσει οπισθοδρόμηση στην ανάπτυξη του VD.

Διαβάστε ακόμη

Στα ύψη η τιμή της βενζίνης – «Φλερτάρει» με τα 2 ευρώ λίγο πριν το Πάσχα (vid)

Mytilineos: Στα 40 ευρώ αναθεωρήθηκε η ανώτατη τιμή επαναγοράς μετοχών

Μητσοτάκης από Θεσσαλονίκη: Δεν έχουμε καμία πρόθεση να ιδιωτικοποιήσουμε το νερό (pics + vids)