Τα χρηματιστήρια μετοχών σίγουρα δεν διανύουν και την καλύτερη περίοδο της «ζωής» τους. Άλλωστε, το 2022 μέχρι στιγμής αποδεικνύεται ένα πολύ «σκληρό» έτος για τις αγορές, με τις απώλειες να κινούνται σε διψήφια επίπεδα. 

Ο S&P 500 βρέθηκε με απώλειες άνω του 16% από τις αρχές του έτους, εκ των οποίων οι περισσότερες αφορούσαν τον Απρίλιο και τις πρώτες ημέρες του Μαΐου. Ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600, παράλληλα, έφθασε να έχει είχε σωρευτικές απώλειες άνω του 13%, ενώ στο 16% καθορίζεται η συνολική πτώση για τον MSCI Asia Ex-Japan (γενικός δείκτης Ασίας με εξαίρεση την Ιαπωνία).  

Οι επενδυτές είναι σαφές ότι εγκαταλείπουν άρον – άρον τις μετοχές, εξαιτίας μιας σειράς δυσμενών παραγόντων: Υψηλός πληθωρισμός, επιβράδυνση της ανάπτυξης, πόλεμος στην Ουκρανία, προβλήματα στα logistics και κυρίως, αυξημένα επιτόκια από τις κεντρικές τράπεζες.  

Ωστόσο, ακόμη και τώρα, υπάρχουν αναλυτές, οι οποίοι βλέπουν ευκαιρίες για κέρδη. «Προφανώς υπάρχει αρκετός φόβος στις αγορές. Η μεταβλητότητα είναι τεράστια» τονίζει στο CNBC ο Fahad Kamal της Kleinwort Hambros. Όμως, πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά. «Υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο αρνητικά όσο φαίνονται τις τελευταίες ημέρες».  

Και εξηγεί: «Έχουμε μια πραγματικά εύρωστη οικονομία. Εάν χρειάζεσαι δουλειά, μπορείς να βρεις. Εάν θες να αντλήσεις χρήματα, μπορείς να αντλήσεις. Εάν θες να δανειστείς, ακόμη και με ελαφρώς υψηλότερο επιτόκιο, μπορείς ελεύθερα να δανειστείς».  

Βασιζόμενος σ’ όλα τα παραπάνω, ο Kamal ισχυρίζεται ότι το οικονομικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι ελκυστικό για τους μακροπρόθεσμους επενδυτές. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, άλλωστε, δεν βλέπουν στον ορίζοντα κάποια ύφεση (παρά μόνο επιβράδυνση της ανάπτυξης). 

Αν και οι αποτιμήσεις των μετοχών δεν είναι φθηνές, προσθέτει ο έμπειρος αναλυτής, αρκετοί επενδυτές επιμένουν στο «buy the dip» (αγόρασε στην πτώση), τουλάχιστον σε ορισμένους κλάδους. «Υπάρχει ακόμη αρκετή οικονομική στήριξη και γι’ αυτό δεν βρισκόμαστε πλήρως στο περιθώριο. Υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτικοί παράγοντες, ιδίως από πλευράς εταιρικών αποτελεσμάτων».  

Η Monica Defend, επικεφαλής της Amundi Institute, μιλώντας -επίσης- στο CNBC, υπογραμμίζει ότι εφόσον τα πραγματικά επιτόκια συνεχίσουν να αυξάνονται, τότε τα υψηλού ρίσκου assets θα συνεχίσουν να υποφέρουν, όπως υπέφεραν μέχρι τώρα.  «Δεν αφορά μόνο τον αριθμό και το μέγεθος των αυξήσεων (επιτοκίων), αφορά και την ποσοτική σύσφιγξη, δηλαδή τη σύσφιγξη των χρηματοδοτικών συνθηκών και το “στέγνωμα” της ρευστότητας».  

Ωστόσο, όπως και ο Kemal, δεν πιστεύει ότι η μαζική έξοδος των επενδυτών θα προσλάβει τη μορφή μιας παρατεταμένης bear market, εκτιμώντας ότι αρκετοί επενδυτές θα επανέλθουν, μόλις η μεταβλητότητα αμβλυνθεί.  

Προσθέτει δε, ότι τα εταιρικά αποτελέσματα ενδεχομένως θα αποτελέσουν την αφορμή για τους επενδυτές να ανακάμψουν. Δεν παραλείπει πάντως, να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο περιορισμού των περιθωρίων κέρδους, λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής.  

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Monica Defend κάνει λόγο για συγκεκριμένες ευκαιρίες σε επιλεκτικές αγορές, όπως για παράδειγμα στον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος ενδεχομένως θα ωφεληθεί από το περιβάλλον των υψηλότερων επιτοκίων.  

Ας σημειωθεί ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν συμβάλλει αισθητά στην πρόσφατη διόρθωση των αγορών, με τη Federal Reserve και τη Bank of England να αυξάνουν τα επιτόκια και να περιορίζουν τον ισολογισμό τους, σε μια προσπάθεια τιθάσευσης του ιστορικά υψηλού πληθωρισμού.  

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία προς το παρόν δεν έχει ξεκινήσει τον κύκλο των αυξήσεων, επιβεβαίωσε ότι θα τερματίσει τις αγορές ομολόγων στο γ’ τρίμηνο του 2022, κάτι που προλειαίνει το έδαφος για την αύξηση του κόστους δανεισμού.  

Διαβάστε επίσης:

Mισό τρισ. ρούβλια ο λογαριασμός ακρίβειας που στέλνει η Ρωσία στην Ελλάδα

Φινλανδία: Την επόμενη εβδομάδα το επίσημο αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ

H ακρίβεια τρώει τις καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων (πίνακας)