Η υποβάθμιση της αμερικανικής αξιολόγησης σε «ΑΑ+» από τον οίκο Fitch το βράδυ της Τρίτης, αναμφίβολα, προκάλεσε έκπληξη παρά το γεγονός ότι τα ανησυχητικά σημάδια είχαν ήδη διαφανεί εδώ και αρκετούς μήνες.

Το στοιχείο του απροσδόκητου αφορούσε κυρίως το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν -κατά κάποιον τρόπο- ένα είδος ασυλίας σε περιόδους δημοσιονομικής «εκτροπής», εξ αιτίας του κυρίαρχου ρόλου στην παγκόσμια οικονομία.

Γι’ αυτό πρέπει να ανατρέξει κανείς 12 χρόνια πριν, όταν ένας άλλος από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, ο Standard & Poor’s, είχε στερήσει από την Ουάσιγκτον την κορυφαία αξιολόγηση «ΑΑΑ», σε μία περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ ακόμη υπέφεραν από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση.

Και τότε είχε προκληθεί μεγάλος σάλος, αλλά στη συνέχεια δεν υπήρξε κάποια άλλη αμφισβήτηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.

Αίσθηση προκάλεσε και η χρονική συγκυρία της κίνησης του Fitch, καθώς έχει σχεδόν εδραιωθεί η εκτίμηση ότι η αμερικανική οικονομία θα ξεπεράσει την κρίση του πληθωρισμού χωρίς να προκληθεί ύφεση στην οικονομία της («ομαλή προσγείωση»), ως απόρροια της επιθετικής πολιτικής αύξησης των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας (Fed).

Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, αναφέρθηκε στην «ομαλή προσγείωση» της αμερικανικής οικονομίας, ενώ οι οικονομολόγοι των JP Morgan και Bank of America, οι οποίοι ήταν σταθερά απαισιόδοξοι τον τελευταίο χρόνο, απέσυραν την πρόβλεψή τους για ύφεση.

Τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι το αμερικανικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 2,4% στο β’ τρίμηνο, περισσότερο από το +1,8% του α’ τριμήνου, διαψεύδοντας όσους διέβλεπαν επιδείνωση της οικονομίας. Παράλληλα, δημιουργούνται σταθερά νέες θέσεις εργασίας και η ανεργία κινείται στο 3,6%, το οποίο βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Το 2011, όταν είχε υποβαθμίσει το αξιόχρεο ο S&P, η ανεργία κυμαινόταν κοντά στο 9%.

Ο Fitch, όμως, ξεκαθάρισε ότι η απόφασή του δεν σχετίζεται με το αν η αμερικανική οικονομία εισέρχεται σε ύφεση, αλλά με τη μεσοπρόθεσμη προοπτική των μεγάλων ελλειμμάτων και του υψηλού χρέους. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης των ΗΠΑ θα φθάσει στο 118% του ΑΕΠ το 2025 -επίπεδο τριπλάσιο από το 39% που είναι ο μέσος όρος στις χώρες με αξιολόγηση «ΑΑΑ».

Το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ εκτινάχθηκε σε διψήφια επίπεδα – ρεκόρ ως ποσοστό του ΑΕΠ στη διάρκεια της πανδημίας λόγω των τεράστιων πακέτων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Πέρυσι, κατέγραψε μείωση, αλλά φέτος έχει ξανά σχεδόν τριπλασιαστεί, με αποτέλεσμα το υπουργείο Οικονομικών να προχωρά σε αυξημένες εκδόσεις ομολόγων και εντόκων γραμματίων, ύψους 1 τρισ. δολάρια στο γ’ τρίμηνο, με στόχο την αναχρηματοδότησή του.

Ο Fitch είχε προειδοποιήσει τον Μάιο για πιθανή υποβάθμιση, όταν είχε κορυφωθεί η διαμάχη Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων για την αύξηση του ορίου χρέους, κάτι που έχει επαναληφθεί πολλές φορές τα τελευταία 10-15 χρόνια, με πιο χαρακτηριστική εκείνη του 2011 που οδήγησε στην προσωρινή παύση λειτουργίας υπηρεσιών του αμερικανικού δημοσίου και στην υποβάθμιση από τον S&P.

Οι αντιδράσεις στην απόφαση του Fitch ήταν πολλές κι από διάφορες πλευρές. Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, χαρακτήρισε την απόφαση αυθαίρετη και με βάση ξεπερασμένα στοιχεία, ενώ υποστήριξε ότι ένας καλύτερος δείκτης για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι οι δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησής του ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο οποίος κινείται σε ασφαλή επίπεδα, χωρίς να εκπέμπει σήμα κινδύνου.

Ο επικεφαλής της JP Morgan, Τζέιμι Ντέιμον, χαρακτήρισε ως γελοία την απόφαση, καθώς η Αμερική είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και δεν μπορεί να έχει αξιολόγηση χαμηλότερη από άλλες χώρες, οι οποίες εξαρτώνται από αυτή για την ασφάλειά τους. Στο επιχείρημα αυτό απάντησε το στέλεχος του S&P που είχε υποβαθμίσει τις ΗΠΑ πριν 12 χρόνια, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ ή οποιαδήποτε άλλη χώρα «δεν έχουν από τον Θεό ή αυτόματα το δικαίωμα» στην κορυφαία αξιολόγηση.

Ο μεγάλος Αμερικανός επενδυτής, Γουόρεν Μπάφετ, προχώρησε σε μεγάλες αγορές αμερικανικών ομολόγων, καταδεικνύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως υποστήριξε, ότι δεν υπάρχει περίπτωση το αμερικανικό δημόσιο να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους.

Πράγματι, με δεδομένο ότι η Αμερική εκδίδει το δολάριο, το οποίο είναι το κορυφαίο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, ο κίνδυνος χρεοκοπίας είναι μάλλον απίθανος και γι’ αυτό οι αγορές των ομολόγων δεν επηρεάστηκαν από την υποβάθμιση.

Άλλωστε, για τους περισσότερους θεσμικούς επενδυτές που αγοράζουν, ομόλογα δεν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση μεταξύ της αξιολόγησης ΑΑΑ και ΑΑ+, κάτι που σημαίνει ότι, αν υπάρξουν αναγκαστικές πωλήσεις αμερικανικών τίτλων, θα είναι περιορισμένες.

Διαβάστε ακόμη:

Η ακρίβεια οδηγεί τους Έλληνες σε οδικούς προορισμούς και εναλλακτικά νησιά (πίνακες)

Η φιλοσοφία και τα έργα ενός μεγάλου Ελληνα αρχιτέκτονα

Γιατί το μενού του Scorpios στη Μύκονο μένει στη μνήμη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ