Μια σκιά πλανιέται το τελευταίο εξάμηνο πάνω από την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και δεν είναι ο πληθωρισμός, γιατί αυτός δεν είναι σκιά, είναι γενικευμένο σκοτάδι. Τα αρχικά της σκιάς κάτι θυμίζουν, αλλά δεν σημαίνουν αυτό που θυμίζουν: IRA, όχι όμως Irish Republican Army –εθνικιστική διεκδίκηση με βόμβες-, αλλά Inflation Reduction Act οικονομικός ανταγωνισμός που απαιτεί άλλου είδους όπλα. Το μεγάλο «πακέτο» του προέδρου Μπάιντεν για ενίσχυση των επενδύσεων στις ΗΠΑ, που ψηφίστηκε τον περασμένο Αύγουστο και έχει συνολικό ύψος 369 δισεκατομμύρια δολάρια (συν άλλα 80, ειδικά για την ενεργειακή μετάβαση, από το αδελφάκι του, το νόμο BIL-Bipartisan Infrastructure Law), στοιχειώνει έκτοτε κάθε αντίστοιχη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Πώς να «σηκώσει» τέτοια ή συγκρίσιμα ποσά η Ένωση και, κυρίως, πώς να μη μείνει πίσω στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό;

Αυτές τις μέρες πάλι, ο Paolo Gentiloni, Επίτροπος Οικονομίας και σοσιαλδημοκράτης (όταν μιλάμε για πρωτοβουλίες της συγκεκριμένης Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι βασικοί μοχλοί –οικολογία, οικονομία, ψηφιακός μετασχηματισμός είναι σε χέρια σοσιαλδημοκρατών), έκανε λόγο για την ανάγκη η Ένωση να συνάψει «νέο κοινό χρέος», ειδικά για την ενίσχυση των επενδύσεων και των υποδομών. Βασικός λόγος; Το «ευρωπαϊκό made in Europe» στο πεδίο της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας κινδυνεύει να μείνει πίσω, καθώς συμπιέζεται στις μυλόπετρες «συμμάχων» –ΗΠΑ- και «αντιπάλων» -Κίνα- που και οι δύο είναι απελευθερωμένοι από τους καταναγκασμούς της Ένωσης.

Έτσι, ο IRA –αφού την Κίνα η Ευρώπη ούτε θέλει ούτε μπορεί να μιμηθεί- δρα, εκτός από απειλή, και ως κίνητρο. Παρότι και με τις ΗΠΑ οι διαφορές οικονομικού μοντέλου είναι πολύ περισσότερες από τις ομοιότητες –άλλες δομές, άλλες νομοθετικές διαδικασίες, άλλο νόμισμα και νομισματική πολιτική, άλλη «φιλοσοφία» ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων: στις ΗΠΑ πολύ πιο πολύ μέσω «φρέσκου χρήματος» και αγορών κεφαλαίου, στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω ρυθμιστικών παρεμβάσεων και κρατικών φορέων-, η ανάγκη να εισρεύσουν χρήματα στις επιχειρήσεις για να ξαναπάρει μπροστά η ανάπτυξη, και ειδικά η «πράσινη» ανάπτυξη, είναι κοινή. Και οδηγεί αναπόδραστα στην υιοθέτηση ενός «εργαλείου», δηλαδή ενός κοινού Ταμείου, αντίστοιχου με αυτό που ενεργοποιήθηκε για την πανδημία (Next Generation EU).

Μέχρι στιγμής η Ένωση έχει μείνει κάθε άλλο παρά με σταυρωμένα χέρια, όπως ισχυρίζονται αυτοί που δεν την ξέρουν ή αυτοί που δεν την θέλουν. Όμως μπροστά στο κύμα του πληθωρισμού και το φάσμα της ύφεσης, έχει κινητοποιήσει κυρίως το «ρυθμιστικό μοχλό»: αναστολή ή άμβλυνση περιορισμών του κανονιστικού πλαισίου (κρατικές ενισχύσεις, Σύμφωνο Σταθερότητας), μετακίνηση πόρων από υπάρχοντα «προγράμματα» (ιδίως το πρόγραμμα SURE, που αρχικά αφορούσε σε στήριξη της απασχόλησης εν μέσω πανδημίας), γενικές πολιτικές (Green New Deal). Μένει το καθαρά επενδυτικό σκέλος, δηλαδή το «σήκωμα χρήματος», που, λόγω του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης, δεν μπορεί να γίνει καθ’ υπέρβαση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων και οικονομικής διακυβέρνησης. Άρα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός –επιπλέον- κοινού Ταμείου τροφοδοτούμενου από –επιπλέον- κοινό δανεισμό: ως σχέδιο υπάρχει (ακόμα και ένα «πειραματικό» όνομα του έχει δοθεί: European Sovereignty Fund, δηλαδή Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας), αλλά είναι το δυσκολότερο, ως πολιτικότερο, να συμφωνηθεί και να εφαρμοστεί.

Αυτό το νόημα έχει, στα μάτια μου, η πρόσφατη έκκληση Gentiloni: επιτάχυνση του δύσκολου αλλά απαραίτητου βήματος, όσο υπάρχει ακόμα πολιτική δυνατότητα (κοινή βάση Γερμανίας-Γαλλίας, αντιμετώπιση αντίστοιχου «πακέτου» ΗΠΑ) και οικονομικές προϋποθέσεις (διαθεσιμότητα κεφαλαίων από τις αγορές, εμφάνιση αδυναμιών της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής). Τα προβλήματα βέβαια είναι μεγάλα, νομικά και πολιτικά. Αρκετές χώρες και αρκετά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου και του Ευρωπαϊκού, δεν βλέπουν ήδη με καλό μάτι και θα δουν με ακόμα μεγαλύτερη δυσπιστία μια «εμβάθυνση» της ευρωπαϊκής οικονομίας στα χνάρια, αν όχι κατά μίμηση, κινήσεων και εννοιών με βαθιά πολιτική σημασία και βαθιά πολιτική αμφισβήτηση, όπως η «ομοσπονδοποίηση» και η «αμοιβαιοποίηση».

Χωρίς όμως τέτοια βήματα, η απειλή δεν θα είναι ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ αλλά με τους ίδιους τους νόμους της σύγχρονης οικονομίας: χωρίς όγκο, συντονισμό και κοινό επενδυτικό προσανατολισμό, δηλαδή χωρίς κοινό Ταμείο, δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί ούτε η συρρίκνωση-ύφεση, ούτε η απώλεια του οικονομικού «τρένου» στην εποχή της τεχνολογικής επανάστασης και της κλιματικής αλλαγής.