H ευρωπαϊκή οικονομία δεν είναι στα καλύτερά της. Το εξέφρασε δημοσίως πρόσφατα σε συνέντευξή του το μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Σεντένο. Ο Πορτογάλος κεντρικός τραπεζίτης, μιλώντας στο Bloomberg, έκανε λόγο για ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσον η οικονομία της Ευρωζώνης θα έχει μια ήπια προσγείωση μετά την έλλειψη ανάπτυξης τα τελευταία τρίμηνα, προσθέτοντας πως η στασιμότητα στην οικονομία της Ευρωζώνης είναι πηγή ανησυχίας για όλους. Και ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι είχε δηλώσει ότι η Ευρωζώνη είναι «σχεδόν βέβαιο» πως θα γνωρίσει ύφεση έως το τέλος του 2023. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Νοεμβρίου θα δείξουν περαιτέρω αποκλιμάκωση και από εκεί και πέρα οι πληθωριστικές πιέσεις θα επιμείνουν, κυρίως λόγω του ενεργειακού κόστους. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, έχει δηλώσει ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα παραμείνει στο 4% και μέχρι το 2024, με τις αγορές να είναι πιο αισιόδοξες και να ποντάρουν σε μειώσεις νωρίτερα, ίσως ακόμη και από τον Απρίλιο. Οι αναλυτές της Bank of America από την πλευρά τους προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός σταδιακά θα κινηθεί χαμηλότερα, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και οι κεντρικές τράπεζες σε ΗΠΑ και ΕΕ θα ξεκινήσουν τις μειώσεις των επιτοκίων από τον προσεχή Ιούνιο. Μακάρι να δικαιωθούν γιατί αν ο πληθωρισμός αποδειχθεί επίμονος και το 2024, θα επηρεασθεί αρνητικά και η ανάπτυξη, αφού σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μειωνόταν η κατανάλωση και η αύξηση των επενδύσεων.

Το ΔΝΤ κάνει λόγο για ήπια προσγείωση και σταδιακή υποχώρηση του πληθωρισμού, αλλά όχι άμεση επιστροφή σε κανονικά επίπεδα για την οικονομία της Ευρώπης, προειδοποιώντας μάλιστα ότι αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια και επισημαίνοντας ότι «η διατήρηση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής είναι επομένως υψίστης σημασίας για τη διασφάλιση της επιστροφής του πληθωρισμού στον στόχο εντός εύλογου χρονικού πλαισίου». Γενικότερα, υπάρχουν ερωτηματικά για την πορεία της οικονομίας στην Ευρωζώνη, ανησυχίες που συντηρούν και τα κατά καιρούς οικονομικά στοιχεία όπως π.χ. η πρόσφατη ανακοίνωση της Eurostat, ότι η βιομηχανική παραγωγή στις χώρες που μοιράζονται το Ευρώ μειώθηκε κατά 1,1% σε μηνιαία βάση τον Σεπτέμβριο και 6,9% σε ετήσια βάση, τη μεγαλύτερη από το 2020 την περίοδο δηλαδή του Covid. Στη Γερμανία, μετά από 50 χρόνια συνεχούς ανάπτυξης στον κατασκευαστικό κλάδο, διαμαρτύρονται για ελλείψεις νέων παραγγελιών, αυξήσεις χρεοκοπιών, υψηλό κόστος δανεισμού κ.ά.

Η ελληνική οικονομία σε αυτή την αβέβαιη συγκυρία φαίνεται προς το παρόν να παραμένει ουσιαστικά αλώβητη. Ο ΟΟΣΑ, που προέβλεψε πρόσφατα επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 2% για το 2024 (από 2,4% φέτος), υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ισχυρή, με την ιδιωτική κατανάλωση να στηρίζεται από την αύξηση της απασχόλησης και τον χαμηλότερο πληθωρισμό. Η γρήγορη μείωση της ανεργίας -αναφέρουν οι αναλυτές του Οργανισμού- συμβάλλει στην αύξηση των μισθών, ο πληθωρισμός υποχωρεί καθώς οι τιμές της ενέργειας αποκλιμακώνονται και οι πραγματικές επενδύσεις αυξάνονται, παρά το υψηλότερο κόστος δανεισμού. Ωστόσο και ο ΟΟΣΑ για τον πληθωρισμό αναφέρει ότι η μείωσή του θα είναι αργή λόγω μισθολογικών πιέσεων, λόγω και των ελλείψεων εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με τη Μοrgan Stanley, η Ελλάδα θα διατηρήσει και το 2024 τις ανώτερες επιδόσεις της σε σχέση με την Ευρωζώνη, αν και η αμερικανική τράπεζα αναμένει επιβράδυνση του ΑΕΠ το Γ τρίμηνο 2023. Οι αναλυτές της Morgan Stanley προβλέπουν ότι η οικονομία θα επεκταθεί με 2,3% συνολικά το 2023, με προσδοκίες για διατηρούμενα υψηλά επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας το 2024. Οι προβλέψεις δείχνουν μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 2,2% του ΑΕΠ το τρέχον έτος σε 1,2% έως το 2024 και περαιτέρω μείωση στο 1% έως το 2025. Αντίστοιχα, το χρέος αναμένεται να μειωθεί από 160,5% του ΑΕΠ στο 153% και στη συνέχεια σε 147,9%. Οι αυξημένες άμεσες ξένες επενδύσεις και η εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης είναι, κατά τη Μοrgan Stanley, οι πρωταρχικοί καταλύτες για την οικονομική ανάπτυξη τα έτη 2024 και 2025, καθώς αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής και της κλιμάκωσης των δαπανών δανεισμού.