Τρία σημαντικά, δυνητικά κατακλυσμιαία, πολιτικά γεγονότα σημειώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις τελευταίες μέρες. Αναμένονται οι βέβαιες επιπτώσεις τους, στην ευρωπαϊκή πορεία αλλά και στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Ας τα πάρουμε με σειρά σχέσης με την οικονομία.

Το πρώτο είναι η «ξαφνική» αμφισβήτηση από τη βρετανική κυβέρνηση της Συμφωνίας που τέθηκε σε εφαρμογή ενόψει Brexit, και άρα η επίσης «ξαφνική» αύξηση των πιθανοτήτων για διάλυση ή παραμερισμό της Συμφωνίας, που θα είχε ως αποτέλεσμα έναν «εμπορικό πόλεμο» μεταξύ Βρετανίας και Ένωσης. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι ο Άγγλος διαπραγματευτής ανέσυρε την επιδίωξη παραμερισμού της ρητά συμφωνημένης δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών, ακριβώς τη στιγμή που ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ετοιμαζόταν να δημοσιοποιήσει πακέτο τεχνικών προτάσεων για τη βελτίωση προβλημάτων που έχουν παρουσιαστεί, ειδικά σχετικά με το «θαλάσσιο σύνορο» της Ιρλανδίας.

Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί φωνάζουν, απολύτως δικαίως, για παράβαση συμφωνημένων και για πάτημα «κόκκινων γραμμών». Ο Πρωθυπουργός Τζόνσον, που εξαρχής ήθελε να βγάλει εντελώς από το κάδρο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αλλά δεν τα κατάφερε και υπέγραψε τη διαρρύθμιση που ισχύει, πιθανότατα χρησιμοποιεί το ζήτημα για άλλη μια πολιτική επίδειξη της γραμμής «ό,τι συμφωνείτε εσείς, εφαρμόζεται, ό,τι έχουμε υπογράψει εμείς, μόνο αν μας αρέσει».

Ο υπολογισμός αυτός ενέχει έναν σχεδόν θανάσιμο διπλό κίνδυνο: πρώτον, να εκτροχιάσει την κατάσταση στην Ιρλανδία, σχετικά με την οποία αποδεικνύεται ότι ο Τζόνσον είτε έλεγε εξαρχής ψέματα είτε αποδέχεται τώρα να δημιουργηθεί και ενδοχώρια, δυνάμει αναιρετική της ειρήνης, διαχωριστική γραμμή΄ δεύτερον, να εξοργίσει τους ηγέτες των οργάνων της Ένωσης και των υπόλοιπων χωρών, ή/και να δώσει όπλα στους φανατικούς της πλήρους ρήξης εντός Βρετανίας, με αποτέλεσμα τα δυο μέρη να πέσουν στο χάος μιας «μη συμφωνίας». Ένας εμπορικός και πολιτικός ανταγωνισμός με χαρακτηριστικά μάχης χαρακωμάτων δεν είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη –η Βρετανία ας τα βρει μόνη της- αυτή τη στιγμή.

Το δεύτερο γεγονός, που φαίνεται από πρώτη όψη, αλλά κάθε άλλο παρά είναι, αμιγώς νομικό, σχετίζεται με τη μείζονα πρόκληση που αποτελεί για την Ένωση η απόφαση του (απολύτως υποταγμένου στην εξουσία) πολωνικού συνταγματικού δικαστηρίου ότι μια σειρά άρθρων των ευρωπαϊκών Συνθηκών αντιβαίνουν στο πολωνικό Σύνταγμα. Από νομική άποψη, η απόφαση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αστεία, αν δεν ήταν τραγική: ένα μη ανεξάρτητο δικαστήριο εγκαλεί το Ευρωπαϊκό δικαστήριο επειδή του επέβαλε να γίνει ανεξάρτητο και ένα εθνικό δικαστήριο αναποδογυρίζει, μόνο του και χωρίς καμία πειστική επιχειρηματολογία, τον πάγιο κανόνα –που έχει εδώ και 50 χρόνια εξάγει η νομολογία αλλά και εμπεριέχεται πλέον ρητά στις αναθεωρημένες Συνθήκες της ‘Ενωσης- περί υπεροχής του ευρωπαϊκού πρωτογενούς δικαίου επί όλων των εθνικών.

Οι πολιτικές, όμως, συνέπειες της πολωνικής νομικής αγραμματοσύνης είναι βαριές: ανοίγει μια κερκόπορτα αμφισβήτησης του βασικότερου κανόνα στον οποίο στηρίζονται οι κοινές πολιτικές των κρατών-μελών και η κοινή πορεία της Ένωσης και, στο βραχύ χρόνο, κινδυνεύει η υλοποίηση του «Ταμείου Ανάκαμψης», που στηρίζεται στην ομοφωνία. Όπως και με τη Βρετανία, το “Polexit” αρχίζει να γίνεται πολύ πιθανό. Το δε γεγονός ότι στη χώρα του κυρίου Κατσίνσκι το 80% των πολιτών είναι υπέρ της παραμονής στην Ένωση θα είναι ελάχιστα παρηγορητικό από τη στιγμή που το τζίνι βγει από το μπουκάλι, οι «αντι-φιλελεύθερες» δημοκρατίες, δηλαδή μη δημοκρατίες, συνασπιστούν και τα ευρωπαϊκά όργανα τρέχουν πάλι να αποδείξουν –και σπάνια το κάνουν καλά- ότι όλοι οι υπόλοιποι δεν είμαστε ελέφαντες. Ούτε μια τέτοια και τόσο καίρια διαμάχη μπορεί να «σηκώσει» η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική συγκυρία.

Το τρίτο γεγονός, που ίσως μπορεί να το σηκώσει, αρκεί στη συνέχεια οι δημοκρατικές εξελίξεις να ομαλοποιηθούν, είναι η εμφάνιση της διαφθοράς στην πρώτη γραμμή της εξουσίας. Η «παραίτηση» -γιατί μάλλον θα συνεχίσει να κινεί τα νήματα από τα παρασκήνια- του Αυστριακού Καγκελαρίου, ενός πολιτικού νέου στα χρόνια άλλα άρρωστα παλαιοκομματικού στη συμπεριφορά, και μάλιστα όχι για ένα οποιοδήποτε σκάνδαλο, αφού κατηγορείται ότι χειραγωγούσε σε όφελος της «εικόνας» του τα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιώντας κρατικό χρήμα, είναι καταλυτική για την αξιοπιστία της πολιτικής και των πολιτικών γενικώς.

Ο Κουρτς ήταν το πουλέν της ευρωπαϊκής Δεξιάς, όπως ο Μπάμπις, ο Τσέχος Πρωθυπουργός-επιχειρηματίας-θαυμαστής του Τραμπ, που επίσης χάνει την εξουσία, αλλά μέσα από εκλογές, ήταν το πουλέν της λιγότερο σκληρής εκδοχής του ευρωπαϊκού λαϊκισμού. Ωραίοι τύποι διαφεντεύουν τις τύχες μας, θα πουν οι λαοί, και όχι μόνο στις χώρες τους, και διαχειρίζονται τα εκατομμύρια που υποτίθεται ότι θα φέρουν την ανάκαμψη.

Είπαμε όμως: αν αυτοί που τους αντικαταστήσουν είναι καλύτεροι, ή αν το ξεγύμνωμα των διεφθαρμένων και των ακραίων φέρει τη συνειδητοποίηση εκ μέρους των πολιτών, τότε ίσως κάτι να βγει από αυτές τις άδοξες περιπέτειες.