Οι εκλογικές επιπτώσεις θα φανούν στον επόμενο κύκλο των δημοσκοπήσεων που θα αρχίζουν να τρέχουν από σήμερα, και φυσικά στις κάλπες του Ιουνίου. Ωστόσο, τα πολιτικά ρήγματα που προκλήθηκαν και στις δύο πλευρές, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, είναι άμεσα ορατά από εκείνους που θέλουν να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και όχι να ωραιοποιούν καταστάσεις ή να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους.

Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη χρειάζεται, πέραν της αυτονόητης δέσμευσης για πλήρη απόδοση δικαιοσύνης, μια διαφορετική προσέγγιση σε πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο από την κυβέρνηση. Τα επιπόλαια λάθη που έγιναν από το περασμένο καλοκαίρι, με αποκορύφωμα τη λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Το θέμα θα παραμείνει ανοιχτό για μεγάλο διάστημα με την επανακατάθεση της πρότασης για συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής από την αντιπολίτευση, η οποία θα μας πάει μέχρι τις ευρωεκλογές και θα συνεχιστεί με την ακροαματική διαδικασία στο Δικαστήριο της Λάρισας που ήδη ετοιμάζεται. Τα 57 θύματα στα Τέμπη, όπως και τα 105 στο Μάτι δεν ανήκαν σε ένα κόμμα. Ηταν παιδιά, νέοι, μητέρες, πατέρες, κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

Εκείνη την κρίσιμη νύχτα του 2018, η τότε κυβέρνηση έκρυψε τους νεκρούς και διαχρονικά με αποτελεσματικό τρόπο την ενοχή της (η δίκη είναι ακόμη σε εξέλιξη και μάλιστα για… πλημμελήματα). Η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρυφτεί πίσω από τις ευθύνες της, αλλά ούτε να σιωπά σε κάθε «ψεκασμένη» θεωρία που μοναδικό στόχο έχει να την πλήξει πολιτικά. Εν αναμονή των δημοσκοπήσεων, έχω την αίσθηση πως αυτή η κρίση δυσπιστίας λειτούργησε συσπειρωτικά για τα στελέχη, αλλά και την κομματική βάση της Νέας Δημοκρατίας. Φάνηκε από το θερμό παρατεταμένο χειροκρότημα των βουλευτών που ενόχλησε την αντιπολίτευση, αλλά και από τα μηνύματα της κοινής γνώμης. Κάτι σαν… εφησυχασμένο σκορποχώρι που χάνει τη συλλογική του ταυτότητα και ξαφνικά αισθάνεται την απειλή του αντιπάλου.

Αλλωστε αυτό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στην πολιτική. Μια κίνηση μπορεί να έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Παράδειγμα ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος, πιεζόμενος από παντού για την κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ, προσπάθησε να απαλλαγεί από τον Στέφανο Κασσελάκη με εκείνη την παρέμβασή του λίγο πριν το Συνέδριο. Ο Κασσελάκης όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά από αυτή την κίνηση ενισχύθηκαν τα ηγετικά του προσόντα και προσπέρασε τον Ανδρουλάκη. Αυτή τη φορά με την πρόταση δυσπιστίας το ΠΑΣΟΚ βγήκε μπροστά, έσυρε το αντικυβερνητικό μέτωπο και διεμβόλισε τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκοντας πρόθυμους συνομιλητές στο εσωτερικό του (Παππάς, Φάμελλος κ.λπ.). Για να το πούμε με ποδοσφαιρικούς όρους, με την πρωτοβουλία αυτή πέτυχε να βγάλει… οφσάιντ τον Κασσελάκη, ο οποίος, αφού χαρακτήρισε «σόου» και «κοκορομαχία» τη συζήτηση στη Βουλή, αναγκάστηκε να καταφύγει σε αστείες υπερβολές για εκλογές και παρατηρητές. Προφανώς αυτή η «μονομαχία» έχει ενδιαφέρον και θα πάει τουλάχιστον μέχρι τις ευρωεκλογές.

Το Μέγαρο Μαξίμου από την πλευρά του βρέθηκε ξαφνικά στην ανάγκη να ενεργοποιήσει τις εφεδρείες του σε πρόσωπα και να αναθεωρήσει τη στρατηγική του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά πως ένα από τα προσόντα του είναι ότι «στρίβει» γρήγορα αναλαμβάνοντας τα ανάλογα ρίσκα και το πολιτικό κόστος. Η απομάκρυνση των δύο στενών του συνεργατών, Παπασταύρου και Μπρατάκου, αλλά και οι αναφορές του σε «παράκεντρα και φουσκωμένα πορτοφόλια που θέλουν να κυβερνήσουν», σηματοδοτούν το… τέλος της πολιτικής και επικοινωνιακής αθωότητας. Η κατάσταση μέχρι τις ευρωεκλογές, αλλά και μετά από αυτές, δυσκολεύει για την κυβέρνηση και χρειάζεται εγρήγορση, δουλειά και κυρίως σωστές επιλογές.