Έπειτα από δυο εβδομάδες αναταράξεων, και παρά την άμεση αντίδραση των πολιτικών και εποπτικών Αρχών, που απέτρεψε (ως τώρα) μια «στιγμή Lehman» για την παγκόσμια οικονομία, η μεν Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κάνει λόγο «για πραγματική και πρακτική (real-world) επίπτωση στην επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη», το δε Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για «απειλή ως προς τη συστηματική ευστάθεια» (global financial stability risk). Ενώ η αναταραχή ξεκίνησε από εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης εστίες (την αμερικανική Silicon Valley Bank και την ελβετική Credit Suisse), η «διάχυση» στην ευρωζώνη υπήρξε γρήγορη κι επικίνδυνη. Φυσικά η συγκυρία καθορίζει τις εξελίξεις, αλλά η κατά τα άλλα υγιέστερη ευρωπαϊκή τραπεζική οικονομία σκοντάφτει, για μια ακόμα φορά, στις εκ γενετής αδυναμίες της: την μη πλήρη ένωση και τη μη ικανοποιητική αντιστοίχιση δυσκίνητων κανόνων και διαρκώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας.

Τα γεγονότα των ημερών δείχνουν ότι οι ευρωπαϊκοί γίγαντες είναι πραγματικοί γίγαντες μεν, εύθραυστοι δε.

Η Deutsche Bank, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τράπεζα, από την πτώση κατά 15% της μετοχής της οποίας «πέρασε» ο συστημικός φόβος στην ευρωζώνη, είναι, σήμερα, μια τράπεζα καλά κεφαλαιοποιημένη, με αύξηση κερδών, με πολύ υψηλή εξασφάλιση των καταθετών και των μετόχων της και «στηριζόμενη» στην ευρύτερη παραγωγική μηχανή της Ευρώπης. Είναι, όμως, και μια τράπεζα με «αμαρτίες» (σκάνδαλα, πρόστιμα, προβλήματα διακυβέρνησης), με ριψοκίνδυνες –όχι για το μέγεθός της αλλά για το ρόλο της- επενδυτικές επιλογές και, κυρίως, άμεσα «διασυνδεδεμένη» με το ευρύτερο αλλά όχι πλήρως συντονισμένο ευρωπαϊκό σύστημα τραπεζών.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την πλευρά της, έχοντας και εμπειρία και ηγεσία, καθησύχασε αμέσως και αρκετά πειστικά τις αγορές, αύξησε, στο πλαίσιο της θεσμικής εντολής και του οικονομικού προσανατολισμού της, τα επιτόκια (κατά επιπλέον 0,50%, μετά την κρίση της Credit Suisse αλλά πριν την πτώση της μετοχής της Deutsche Bank) και μίλησε τη γλώσσα της αλήθειας: το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι μεν πολύ πιο ισχυρό μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά δεν υπάρχει «εύκολη και καθαρή λύση» (win-win) ως προς την κρίσιμη –και δύσκολη- ισορροπία ανάμεσα στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και την εξασφάλιση συστημικής ευστάθειας.

Αν οι λόγοι που οι γίγαντες είναι εύθραυστοι πρέπει να αναζητηθούν στη λεγόμενη «αρχιτεκτονική», δηλαδή στις αρχικές πολιτικές επιλογές, της Ευρωζώνης (έμφαση στον πληθωρισμό και όχι στην ανάπτυξη, στη δημοσιονομική σταθερότητα και όχι στον πολιτικό συντονισμό, στα ανά χώρα και όχι στα κοινά μέτρα), οι λόγοι που οι κρίσεις έρχονται και ξανάρχονται σχετίζονται και με τη λειτουργία των αγορών αλλά και με αποφάσεις που λαμβάνονται εντός του στενού πλαισίου πολιτικών κινήσεων.

Πράγματι, η «χρήση» της Deutsche Bank ως «μοχλού μετάδοσης προβλημάτων» εντός της ευρωζώνης μπορεί μεν να είναι «άδικη» (με βάση τα μεγέθη και τις επιδόσεις της τράπεζας), δεν είναι όμως, όπως τη χαρακτήρισαν κάποιοι, «παράλογη», αφού η «αξιοποίηση της ανασφάλειας» (όπου τη βρουν, ασχέτως πραγματικής βάσης) συγκροτεί -από καιρό και ιδίως στον καιρό του «εύκολου χρήματος»- τον πυρήνα της «λογικής» των αγορών.

Η δε Ένωση, ενώ τα επιμέρους θεσμικά της όργανα λειτούργησαν, όπως ήδη ειπώθηκε, γρήγορα και αποτελεσματικά, δεν έχει καταφέρει ακόμα να γίνει, στον τραπεζικό τομέα, πλήρης ένωση: η έλλειψη ενός κοινού ταμείου και αντίστοιχου μηχανισμού εγγύησης καταθέσεων είναι καθοριστική για την «ψυχολογία» των αγορών, δηλαδή για την εκ μέρους τους εκδήλωση της φυσικής, ενόψει αναζήτησης κέρδους, τάσης να «χτυπούν εκεί που πονάει» και να βρίσκουν πρόβλημα εκεί που δεν υπάρχει. Από μια ειρωνεία της ιστορίας, η χώρα που κυρίως αντιστέκεται στο κοινό αυτό ταμείο, το οποίο έχει προταθεί από καιρό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (με το όνομα ΕDIS) αλλά δεν υλοποιείται, είναι εκείνη που τώρα, μέσω της Deutsche, αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα και πρέπει να βρει τον τρόπο να δώσει τις πειστικότερες εξηγήσεις.

Αλλά κι εκτός αυτού του εντελώς απαραίτητου μηχανισμού, χωρίς τον οποίο η Τραπεζική Ένωση μένει γράμμα κενό, ολόκληρη η Ένωση, δηλαδή το πολιτικό της σχέδιο και η συμβολή του στη ζωή των κατοίκων της, θα κέρδιζε από στενότερο συντονισμό και νέους τρόπους (κοινής) αντίδρασης στο μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον (μέτρηση κινδύνου, επιλέξιμες επενδύσεις, διαχωρισμός καθαρά τραπεζικών από κερδοσκοπικού χαρακτήρα εργασίες). Η καλύτερη, αυτή τη φορά, αντίδραση στην τραπεζική αναταραχή μακάρι να αποτελέσει εφαλτήριο τόλμης κι όχι επιστροφής προς τα πίσω.