Το 2021 μπαίνει για την Ευρωπαϊκή Ένωση με μια μεγάλη και οριστική αλλαγή: η Μεγάλη Βρετανία είναι πλέον «τρίτη χώρα». Το ότι «επιτεύχθηκε», την τελευταία στιγμή, μια «συμφωνία» δεν αλλάζει κάτι σε σχέση με τον οδυνηρό για όλους χωρισμό: η εναλλακτική της «μη συμφωνίας» ήταν τόσο καταστροφική που, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ, αποτέλεσε απλώς το –τελευταίο ως το επόμενο- ψέμα του Τζόνσον. Η αλήθεια είναι απλή: η τελική συμφωνία είναι το μίνιμουμ αυτού που θα μπορούσε να υπάρξει και αφήνει και τις δυο πλευρές, αλλά ιδίως τη Μεγάλη Βρετανία, σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι ήταν.

Τα «κέρδη» από τη συμφωνία είναι η αποφυγή των δασμών και άλλων εμποδίων σε σχέση με το εμπόριο, η συνέχιση, υπό προϋποθέσεις, κάποιου είδους συνεργασίας σε ορισμένους τομείς (επιστήμη, ασφάλεια, μεταφορές, μερικά προγράμματα που «τρέχουν») και το μη ανοιχτά εχθρικό, από πολιτική άποψη, «κλείσιμο της πόρτας». Η σημερινή βρετανική κυβέρνηση θα μπορούσε, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, να προσθέσει την «εκπλήρωση μιας υπόσχεσης» -κι ας ήταν, και στην ουσία και στις λεπτομέρειες της, πολύ διαφορετική- καθώς και το πέρασμα της συμφωνίας με πολύ μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία -521 ψήφοι έναντι 73-, η οποία βέβαια κατέστη δυνατή χάρις στην υπεύθυνη στάση του Εργατικού Κόμματος. Το τίμημα, ωστόσο, είναι πολύ βαρύ, αφού υπάρχουν τομείς οπισθοχώρησης, σημαντικές γκρίζες ζώνες και βέβαια απώλεια δυναμικής.

Στους τομείς οπισθοχώρησης, κυρίως για τη Μεγάλη Βρετανία, πρώτη, με μεγάλη διαφορά, έρχεται η οικονομία. Το ίδιο το βρετανικό «Γραφείο Προϋπολογισμού» (Office for Budget Responsibility) υπολογίζει σε 4 με 5% μεσοπρόθεσμα την υποχώρηση του βρετανικού εγχώριου προϊόντος, στην οποία θα πρέπει να προστεθούν η πιθανότητα πολύ μεγαλύτερης πτώσης φέτος (μην κοιτάτε την πρόσκαιρη μικρή άνοδο του Χρηματιστηρίου, που είναι πλέον εντελώς αποκομμένο από την πραγματική οικονομία) και η πλήρης αβεβαιότητα για την κατάσταση στον τομέα των υπηρεσιών (80% του βρετανικού ΑΕΠ), και ειδικά των οικονομικών υπηρεσιών (τράπεζες, αγορές κεφαλαίου, ασφαλιστικές υπηρεσίες, εξέλιξη του Σίτι του Λονδίνου).

Η Βρετανία «έχασε» επίσης στα διόλου ασήμαντα πεδία της επαγγελματικής αναγνώρισης, της ελεύθερης κίνησης πολιτών και εργαζομένων, της αλιείας (στην οποία κάθε άλλο παρά πήρε «απόλυτο έλεγχο» όλων των υδάτων της, όπως ήθελαν οι οπαδοί του «σκληρού Brexit» αλλά και οι εκπρόσωποι των βρετανών ψαράδων), των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ανταλλαγών (με την αποχώρηση από το πρόγραμμα Erasmus να αποτελεί τη συμβολική ναυαρχίδα του παραλογισμού), των τηλεοπτικών υπηρεσιών. Οι μόνες «νίκες» της Βρετανίας στις διαπραγματεύσεις -η μη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τις όποιες διαφορές ανακύψουν και η μη αυτόματη λήψη μέτρων από την Ένωση σε περίπτωση παραβίασης των όρων ανταγωνισμού-, είναι πύρρειες και πάντως σίγουρα δεν ισοδυναμούν με ανακατάληψη μιας δήθεν χαμένης και δήθεν ρεαλιστικής «κυριαρχίας».

Οι γκρίζες ζώνες έχουν ιδιαίτερο βάρος. Πρώτο εδώ είναι βέβαια το πεδίο των οικονομικών υπηρεσιών, για το οποίο δόθηκε απλώς «υπόσχεση» να επιχειρηθεί μια ειδική προσεχής συμφωνία, οι βάσεις, πάντως, της οποίας κάθε άλλο παρά ευνοούν τη Βρετανία: θα γίνει ανά τομέα και σίγουρα κάποιοι τομείς θα εξαιρεθούν, δεν θα στηρίζεται σε γενική «αναγνώριση» αλλά σε αποφάσεις «ισοτιμίας» που θα λαμβάνει και θα μπορεί να αναιρεί μονομερώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα πάρει σίγουρα πολύ χρόνο. Σημαντικές είναι και οι αμφισημίες που παραμένουν στους τομείς των «κανόνων ίσης μεταχείρισης» (level playing field) -με ισχυρή πιθανότητα να χαμηλώσει ο βρετανικός πήχυς σε σχέση με τα περιβαλλοντικά, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα-, της ασφάλειας –με την έξοδο από την Europol, τη Eurojust και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης να δημιουργούν άμεσα προβλήματα-, της ανταλλαγής και προστασίας προσωπικών δεδομένων –με την αναγγελθείσα «ειδική συμφωνία» να μην είναι διόλου προ των πυλών.

Μένει, και κυριαρχεί, η γενική έκπτωση, στην εικόνα αλλά και στην ουσία. Από πλευράς Βρετανίας σηματοδοτείται από την εμφάνιση ενός νέου και συνδεόμενου άμεσα με το Brexit λαϊκισμού, με υπεραπλουστεύσεις, ψέματα, συναισθηματισμούς, υποχωρήσεις από συμφωνημένα και απίστευτο, για τα δεδομένα της συγκεκριμένης χώρας, φανατισμό και προχειρότητα να ανατρέπουν πλήρως, ακόμα και στα μάτια των φύσει και θέσει αγγλόφιλων, στους οποίους ανήκω, την εικόνα μιας χώρας σοβαρής, ψύχραιμης και προσηλωμένης στο κράτος δικαίου. Η Βρετανία χάνει επίσης σε ισχύ, εντός τειχών, καθώς είναι πλέον και θα παραμένει μια χώρα κομμένη στη μέση, αλλά και εκτός, αφού τα γεωπολιτικά δεδομένα της εποχής δεν ευνοούν τους μικρομεσαίους και συγχρόνως επαρμένους μοναχικούς καβαλάρηδες. Απολύτως ειρωνικά για έναν «αγώνα» που δόθηκε στο όνομα της, η Βρετανία ετοιμάζεται να απολέσει «κυριαρχία», μιας και το πιθανότερο πολιτικό αποτέλεσμα του Brexit, πέρα από την πτώση του Τζόνσον, είναι η διάσπαση του νησιού, με αποσχίσεις Σκωτίας και Ιρλανδίας ή με λιγότερο επίσημους τρόπους.

Από πλευράς Ένωσης, χάνεται, αλλά χωρίς να διαρραγεί περαιτέρω η εσωτερική συνοχή, μια πολύτιμη φωνή διαφορετικότητας, κύρους, μέχρι πριν το Brexit, και φιλίας, που είναι δύσκολο να ξαναβρεθεί. Χάνεται ένα βαρύ όνομα, ένας μεγάλος λαός, μια σημαντική, για τα δεδομένα της ηπείρου, οικονομία και μπόλικος, για τα δεδομένα της ανθρωπότητας, πολιτισμός. Έχω την αίσθηση, πάντως, ότι για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, τη στενοχώρια μάλλον ξεπερνά η ανακούφιση: αυτό που θέλησε με τη στάση της η ηγεσία των Τόριδων –Κάμερον, Μέι, Τζόνσον- και με την ψήφο του ο βρετανικός λαός, αυτό θα έχουν.