Η τελευταία Σύνοδος κορυφής μιας εντελώς ιδιαίτερης χρονιάς αποδείχθηκε όχι απλώς πλούσια σε περιεχόμενο και σημασία αλλά και παραδειγματική για το τι μπορεί –και τι δεν μπορεί- να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο κι αν πληγώνει τον εθνικό εγωισμό μας, στα μεγάλα ζητήματα που, με τον ειδικό ευρωπαϊκό τρόπο, «λύθηκαν», δεν συμπεριλαμβάνεται το ζήτημα των κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας. Μπορεί να «καίει» την Ελλάδα, και δικαιολογημένα, κατά τη γνώμη μου, η κυβέρνηση να μην είναι ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα, όμως κάτι μας λέει για τις προτεραιότητες της Ένωσης.

Και στα τρία μεγάλα θέματα –ευρωπαϊκή απάντηση στην πανδημία, καταπολέμηση κλιματικής αλλαγής, Brexit– ο τρόπος που προχώρησε η Ένωση μπορεί να ειδωθεί είτε ως μισογεμάτο είτε ως μισοάδειο ποτήρι. Σε σχέση με την πανδημία, το «Ταμείο Ανάκαμψης» ξεκόλλησε, το ουγγρο-πολωνικό βέτο –ή μάλλον απειλή βέτο- ξεπεράστηκε, η σύνδεση της εκταμίευσης πόρων με το Κράτος Δικαίου επιβεβαιώθηκε και, σε συνδυασμό και με την αύξηση, τις ίδιες μέρες, της ρευστότητας μέσω αγοράς ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το οικονομικό οπλοστάσιο μπορεί να θεωρηθεί στο ύψος των περιστάσεων. Από την άλλη, οι Ούγγροι δημοκράτες και γενικώς όσοι παίρνουν πολύ στα σοβαρά, όπως του αρμόζει, το κράτος δικαίου, δικαιολογούνται να μην χαίρονται για μια σχετική υποχώρηση, ιδίως χρονική, έναντι χωρών που δεν σέβονται το δημοκρατικό κεκτημένο της Ένωσης. Νομίζω, όμως, ότι, στη ζυγαριά, βαραίνει πιο πολύ η προώθηση κοινού οικονομικού σχεδίου με πολλά πρωτοπόρα χαρακτηριστικά –αποτυχία συμφωνίας ως προς αυτό θα ήταν πολύ πιο καταστροφική.

Η στάθμιση στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής απαιτεί (και) πιο ειδικές γνώσεις, ώστε να στοιχειοθετηθεί κατά πόσον ο νέος στόχος μείωσης των εκπομπών αερίων κατά (τουλάχιστον) 55% ως το 2030 είναι επαρκής ή όχι. Περιβαλλοντικές οργανώσεις και, σε μεγάλο βαθμό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ήθελαν ακόμα πιο φιλόδοξο στόχο, ιδίως τώρα που οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να ξαναμπούν στη Συμφωνία του Παρισιού. Όμως, η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου δεν παύει να θέτει την Ευρωπαϊκή Ένωση στην παγκόσμια πρωτοπορία αυτής της μεγάλης μάχης, κάτι που δεν είναι διόλου αμελητέο.

Ως προς το Brexit, που δεν συζητήθηκε επίσημα, αλλά του οποίου η βαριά σκιά πλανιόταν πάνω από όλες τις συζητήσεις της Συνόδου, η άτυπη αλλά σαφής «απόφαση» μη υποχώρησης σε απαιτήσεις της Μεγάλης Βρετανίας που θα ξεπερνούσαν την «κόκκινη γραμμή» των κοινών κανόνων για τον οικονομικό ανταγωνισμό της επόμενης ημέρας, είναι, νομίζω, ορθή. Μπορεί, από πρώτη άποψη, να φέρνει πιο κοντά ένα διαζύγιο χωρίς συμφωνία, δικαιολογείται, όμως, κατά τη γνώμη μου, όχι τόσο λόγω της εντελώς άστατης- για να χρησιμοποιήσω έναν επιεική χαρακτηρισμό- στάσης της Βρετανίας, όσο για την προάσπιση των συμφερόντων, και του ίδιου του χαρακτήρα, της Ενιαίας Αγοράς αλλά και ολόκληρης της Ένωσης.

Εντέλει, ασχέτως χαρακτηρισμού του ποτηριού, σημασία έχει ότι, υπό πολύ αντίξοες συνθήκες και για πολύ κρίσιμα θέματα, η Ένωση ήπιε νερό. Διαψεύδοντας, για μια ακόμα φορά, τις Κασσάνδρες και τους προχειρολόγους.

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, πρ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, πρ. Ευρωβουλευτής