Το πώς θα πάει η νέα χρονιά εξαρτάται κυρίως από την πορεία της πανδημίας, και συγκεκριμένα από τη συμπεριφορά της μετάλλαξης «Ομικρον». Αν η «Ομικρον» είναι – όπως φαίνεται προς το παρόν – ήπια και δεν προκαλεί βαριά νόσο ή και θάνατο, οι οικονομίες θα ακολουθήσουν μια ενδια- φέρουσα και μάλλον θετική πορεία.

Αν αποδειχθεί ότι τελικά είναι επικίνδυνη ή υπάρξουν άλλες μεταλλάξεις, είναι πολύ δύσκολο να κάνει κάποιος οποιαδήποτε πρόβλεψη για την πορεία των οικονομιών. Ας υποθέσουμε -μάλλον, ας ελπίσουμε- ότι θα ζήσουμε το καλό σενάριο, στο κακό ούτως ή άλλως δεν ξέρουμε τι μας περιμένει.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομίας παγκοσμίως αυτή τη στιγμή είναι η επανεμφάνιση του πληθωρισμού σε Ευρώπη και ΗΠΑ, η διατήρηση της ανοδικής πορείας των μετοχών παντού, η παράξενη σταθερότητα των τιμών των ομολόγων, το ασύλληπτο ύψος του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, η συζήτηση για κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας στην Ευρώπη, η ενεργειακή κρίση και η εξάρτηση της Ευρώπης από τις διαθέσεις της Ρωσίας σχετικά με τις τιμές του φυσικού αερίου, η προσπάθεια του πλανήτη να επιταχύνει την πράσινη μετάβαση, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και πολλά άλλα.

Ολα αυτά μαζί συνθέτουν ένα πολύ δύσκολο παζλ του οποίου οι λύσεις είναι περισσότερες από μία.

Το πιθανότερο όμως είναι ότι θα έχουμε έναν εξυγιαντικό πληθωρισμό ο οποίος θα διευκολύνει σημαντικά τη μείωση του χρέους, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, και από αυτό ξεκινάνε όλα. Διότι αν ο πληθωρισμός κυμανθεί σε ένα σχετικά ελεγχόμενο από τις κεντρικές τράπεζες πλαίσιο, δηλαδή αν παραμείνει περίπου στο 5%, η ζημιά που θα προκαλέσει θα είναι μικρότερη από το όφελος. Το όφελος θα είναι η ταχύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ και η ζημιά η αύξηση των επιτοκίων για τις επιχειρήσεις.

Αν υποθέσουμε ότι οι διεθνείς εξελίξεις δεν θα ανατρέψουν τα πάντα, στην Ελλάδα οι παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία της οικονομίας είναι ο πληθωρισμός, το κόστος της ενέργειας και οι πολιτικές εξελίξεις. Οσον αφορά τους καταναλωτές και την αγοραστική τους δύναμη, στην Ελλάδα θα έχουμε ξανά φέτος αυξήσεις στους μισθούς που θα αντισταθμίσουν τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών από τον πληθωρισμό. Ούτως ή άλλως, κατά τη δεκαετή κρίση της ελληνικής οικονομίας, από το 2010 έως το 2020, οι ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 12% και αυτό πρέπει να διορθωθεί, ανάλογα φυσικά με τις δυνατότητες που έχει η οικονομία. Και είναι αναγκαία η αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα τουλάχιστον, διότι, όπως διαπιστώνουν όλοι οι επιχειρηματίες, υπάρχει απροθυμία των νέων να εργαστούν. Δεν είναι παράλογο.

Οταν ο μισθός ενός νεοεισερχόμενου στην αγορά εργασίας δεν καλύπτει παρά τις ανάγκες επιβίωσης και μάλιστα όταν σε μια κοινωνική δομή όπου κάθε οικογένεια στηρίζει όλα τα μέλη της, όπως η ελληνική, γιατί να πιάσει μόνιμη δουλειά σε επιχείρηση ένας νέος αφού κάνοντας ευκαιριακές δουλειές και με μικρή στήριξη από την οικογένειά του τελικά παίρνει τα ίδια χρήματα. Και καθώς ο βασικός μισθός καθορίζει και όλους τους επόμενους, κανείς δεν μπορεί να προσελκυστεί από μια υποτιθέμενη καριέρα πολύ χαμηλών μισθών σε όλη του τη ζωή. Κι αφού, λοιπόν, οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εργαζομένους, η αύξηση των μισθών είναι μια αναγκαιότητα.

Ο πληθωρισμός θα προσφέρει στην ελληνική οικονομία μια σημαντική αύξηση του ΑΕΠ επιταχύνοντας την πολυπόθητη ανάπτυξη και θα περιορίσει το χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο. Το ιδιωτικό χρέος είναι εξαιρετικά επώδυνο για όλους, αφού τα κόκκινα δάνεια που πούλησαν οι τράπεζες στα funds συνεχίζουν να βαραίνουν την οικονομία και να απειλούν την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων. Μέχρι να κλείσουν οριστικά αυτά τα δάνεια, η οικονομία δεν θα λειτουργεί κανονικά. Και φυσικά, η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα περιορίζει και τις δυνατότητες διασποράς της ανάπτυξης σε όλους. Ο τουρισμός αναμένεται να πάει πολύ καλά φέτος, της πανδημίας επιτρεπούσης, και αυτό θα προσφέρει εισόδημα σε όλους ευθέως ή εμμέσως. Σημαντικό πρόβλημα για την Ελλάδα είναι και το κόστος της ενέργειας, που φυσικά συμβάλλει και στον πληθωρισμό ανεβάζοντας όλες τις τιμές αλλά και αφαιρεί κατευθείαν από το πορτοφόλι του κάθε καταναλωτή σημαντικά ποσά μέσω της τιμής του ρεύματος και των καυσίμων. Το κράτος θα προσφέρει στηρίξεις, όπως το κάνει ήδη, αλλά αν η ενεργειακή κρίση συνεχιστεί, τα πράγματα θα είναι δύσκολα.

Στο πολιτικό πεδίο τα πράγματα θα αρχίσουν να γίνονται ρευστά. Η κυβέρνηση έχει περιθώριο χρόνου για να αποφύγει τις εκλογές μέσα στο 2022, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα το κάνει. Το πότε θα γίνουν οι εκλογές είναι άγνωστο, αλλά όποτε κι αν γίνουν το πιθανότερο σενάριο είναι ότι δεν θα διαμορφωθεί κυβέρνηση και θα χρειαστεί να ξαναγίνουν εκλογές με ενισχυμένη αναλογική. Μόνο που αυτή η ενισχυμένη δεν θα είναι τόσο ενισχυμένη όσο παλιά και ενδεχομένως να χρειάζεται συνεργασία μεταξύ κομμάτων για να διαμορφωθεί μια λειτουργική και σχετικά ισχυρή κυβέρνηση.

Εδώ λοιπόν μπαίνει το ερώτημα πώς θα συνεργαστούν κόμματα που σκοτώνονται μεταξύ τους και προκύπτει με σαφήνεια η ανάγκη μιας πιο υπεύθυνης πολιτικής συμπεριφοράς από όλο τον πολιτικό κόσμο. Η πολιτική τού «όχι σε όλα» που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εγκληματική και ελπίζουμε ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης να ακολουθήσει μια πολιτική λελογισμένης αντιπολίτευσης, δηλαδή να βρίσκει σημεία συμφωνίας με την κυβέρνηση σε κάποια επίπεδα, όπως εθνικά θέματα, πανδημία, βασικές αρχές οικονομίας κ.λπ. Αυτό φυσικά εξαρτάται και από την κυβέρνηση, όχι μόνο από την αντιπολίτευση.

Το βέβαιο είναι ότι, αν δεν βρεθούν σημεία σύγκλισης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, στα πολλά προβλήματα της οικονομίας θα προστεθεί και η πολιτική αβεβαιότητα, που τελικά είναι το πιο επικίνδυνο. Και αυτό είναι το ζητούμενο από τον πολιτικό κόσμο σήμερα, να βρει πεδία συναίνεσης ώστε να εξασφαλιστεί η πρόοδος της χώρας.