Η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς ανώμαλη προσγείωση και τα πρώτα σημάδια φαίνονται στις χρηματιστηριακές αγορές. Οι δείκτες τιμών μετοχών στις ΗΠΑ, που θεωρούνται διεθνές βαρόμετρο, έχουν υποχωρήσει: ο μεν «γενικός» S&P500 κατά 17% από τα υψηλά του στα τέλη Δεκεμβρίου, ο δε δείκτης μετοχών υψηλής τεχνολογίας NASDAQ κατά 30% από τα υψηλά του Νοεμβρίου. Σχεδόν 60% των μετοχών υψηλής τεχνολογίας έχουν χάσει πάνω από το 50% της αξίας τους. Ο δε παγκόσμιος δείκτης τιμών μετοχών MSCI World έχει χάσει 18% από τα δικά του υψηλά στα τέλη Δεκεμβρίου. Οι απώλειες αυτές, βέβαια, δεν είναι τίποτα μπροστά στα τεράστια κέρδη που έγραψαν οι μετοχές από τη σχεδόν αδιάλειπτη ανοδική πορεία των τελευταίων 13 χρόνων, χάρη στους τεράστιους «ποταμούς χρήματος» που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες.

Μετά το κραχ του 2008 οι μετοχές έχασαν περίπου το 55% της αξίας τους παγκοσμίως, αλλά στη συνέχεια, από το 2009, χάρη στο «τύπωμα χρήματος», που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, κατέγραψαν ένα σχεδόν αδιάλειπτο ράλι. Οι τιμές τους παγκοσμίως (δείκτης MSCI World) ανέβηκαν 3,5 φορές πάνω, εκείνες του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης (S&P500) 5,5 φορές πάνω και οι μετοχές τεχνολογίας (NASDAQ) 8 φορές επάνω.

Η άνοδος των μετοχών δημιούργησε τεράστιες ποσότητες πλούτου, πλασματικού μεν κατά ένα μέρος και με όρους παραγωγικής οικονομίας, αλλά πραγματικού για το εισόδημα των πλέον εύπορων ανθρώπων του πλανήτη, που κατά τεκμήριο κατέχουν τις μετοχές και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία που ανατιμήθηκαν.

Πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το χρήμα που τύπωσαν οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως βοήθησε μεν την έξοδο από την ύφεση στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της πανδημίας, αλλά είναι μία από τις αιτίες που παροξύνει το πρόβλημα του πληθωρισμού, που εμφανίστηκε μετά το τέλος της καραντίνας.

Στην πραγματικότητα, οι κεντρικές τράπεζες, όπως όλα δείχνουν, είναι αναγκασμένες να προκαλέσουν ύφεση και αύξηση της ανεργίας στην οικονομία για να περιορίσουν τη ζήτηση αγαθών, η οποία οδηγεί υψηλότερα τις τιμές.

Αποδεικνύεται εσφαλμένη η αρχική εκτίμηση ότι η αύξηση των τιμών οφείλεται κατά κύριο λόγο στα προβλήματα παραγωγής και τροφοδοσίας που δημιουργήθηκαν με το τέλος της καραντίνας για τον κορωνοϊό και με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες διαπιστώνουν πλέον ότι η οικονομία έχει υπερθερμανθεί, με αποτέλεσμα η ζήτηση να ενισχύεται και να επιδεινώνεται η ανισορροπία με την προσφορά, γεγονός που οδηγεί υψηλότερα τις τιμές των αγαθών.

Ετσι, οι κεντρικοί τραπεζίτες για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό κάνουν τώρα στροφή, και μάλιστα απότομη, καθώς έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους για «παροδικό φαινόμενο», δεν έδρασαν εγκαίρως και τώρα αναγκάζονται να πατήσουν απότομα το φρένο, μαζεύοντας το χρήμα που κυκλοφορεί και ανεβάζοντας τα επιτόκια.

Οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν στόχο να «φρενάρουν» την οικονομία, γεγονός που θα αυξήσει την ανεργία και θα συμπιέσει τα εισοδήματα έτσι ώστε η ζήτηση να μειωθεί και να επανέλθει η ισορροπία με την προσφορά αγαθών.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει δυσκολότερο πρόβλημα διότι πλέον και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσανατολίζεται σε αύξηση των επιτοκίων, πιθανότατα τον Ιούλιο, αλλά η κίνηση αυτή θα χτυπήσει μεν την οικονομία, πιέζοντας προς τα κάτω το ΑΕΠ και αυξάνοντας την ανεργία, αλλά δεν θα λύσει το ζήτημα της ενεργειακής ακρίβειας, η οποία τροφοδοτεί τον πληθωρισμό.

Καθώς μάλιστα η ίδια η Κομισιόν προβλέπει ότι η ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία σημαίνει αυξημένες τιμές ενέργειας τουλάχιστον μέχρι το 2027 και ανάγκες για επενδύσεις 300 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 γίνεται σαφές ότι τα χειρότερα για την οικονομία είναι μπροστά μας.