Παρότι η προσοχή όλων στην Ευρώπη είναι στραμμένη, και δικαίως, στο ουκρανικό μέτωπο –που απειλεί να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή σε πολεμικό μέτωπο-, λίγο πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας λαμβάνουν χώρα μια σειρά από άλλες «μάχες», στρατηγικής επίσης σημασίας. Πρόκειται για την προσπάθεια επίλυσης διαφορών ή εξισορρόπησης συμφερόντων που πηγάζουν από τον καθοριστικό παράγοντα της «μετα-δημοκρατικής» εποχής μας: την τεχνολογία.

Πρώτο πεδίο δράσης και αντιδράσεων: η τιθάσευση, μέσω ρυθμιστικών παρεμβάσεων, της ελευθερίας κινήσεων, δηλαδή του οιονεί μονοπωλιακού καθεστώτος, των γιγάντων της τεχνολογίας («Big Tech»). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δημοσιοποιήσει και προωθήσει προς ψήφιση ένα «πακέτο», που προκαλεί αντιδράσεις από χώρες και εταιρίες πριν ακόμα αρχίσει η επίσημη επεξεργασία του από τα συν-νομοθετικά σώματα (Συμβούλιο και Κοινοβούλιο). Η πρόταση αποτελείται από δυο σχέδια Κανονισμών, ένα για τις παρεχόμενες ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act) και ένα για τις ψηφιακές αγορές (Digital Markets Act), που αφορά στην πράξη τις πολύ μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες με ιδιότητα «πύλης εισόδου (στο σύστημα)» (gatekeepers).

Ο πρώτος Κανονισμός φιλοδοξεί να θέσει κανόνες σχετικούς με το περιεχόμενο των πληροφοριών, ειδήσεων κ.λπ., που «ανεβαίνει» στο διαδίκτυο, κυρίως μέσω επιβολής υποχρεώσεων (διαφάνειας, ενημέρωσης, καλής πίστης, δεοντολογίας) στους «παρόχους» αυτών των υπηρεσιών, δηλαδή κατά βάση στις εξειδικευμένες «πλατφόρμες». Ο δεύτερος Κανονισμός «πιάνει» πολύ λιγότερες εταιρίες (για να θεωρείται κάποια εταιρία «θυροφύλακας» θα πρέπει να έχει ετήσια έσοδα τουλάχιστον 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ και τουλάχιστον 45 εκατομμύρια ενεργούς μηνιαίους χρήστες), είναι όμως αυτός που έχει το περισσότερο «ζουμί», και δημιουργεί τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, αφού «ρυθμίζει», και τιμωρεί με βαριές ποινές σε περίπτωση παραβάσεων, τις κατά κυριολεξία Big Tech (Facebook, Amazon, Google, Twitter). Ειδικά η Facebook, η οποία, βάσει της πιο αποτυχημένης μετονομασίας της ιστορίας, λέγεται πλέον Meta, είναι κυρίως στο στόχαστρο, λόγω αντιδεοντολογικών πρακτικών (προχτές η βρετανική ρυθμιστική Αρχή, υποστηριζόμενη από την –ακέφαλη- κυβέρνηση δήλωσε ότι «και τα «μετα-δεδομένα (metaverse) υπάγονται στους ρυθμιστικούς κανόνες») αλλά είναι και εκείνη που αντιστέκεται περισσότερο στην ενωσιακή ρυθμιστική παρέμβαση (χτες η εταιρία απείλησε, με αφορμή κυρίως τον τρόπο μεταφοράς δεδομένων μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, να «αποσύρει» Facebook και Instagram από την Ευρώπη). Τα συμφέροντα είναι τεράστια και η μάχη απέχει πολύ από το να έχει κριθεί.

Δεύτερο πεδίο κινήσεων και συνεννοήσεων: η παραγωγή και, κυρίως, ο εφοδιασμός με τη βασική πρώτη ύλη, τους «μικροεπεξεργαστές» (microchips). Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άγνωστο γιατί, δεν παράγουν μικροεπεξεργαστές, οι ανάγκες είναι μεγάλες, τα προβλήματα της «εφοδιαστικής αλυσίδας» (από πού, σε ποιους και με τι ταχύτητα φτάνουν τα προϊόντα εξαγωγής) φάνηκαν καθαρά μέσα στην πανδημική κρίση. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε και πάλι δράση και προτείνει μια ευρωπαϊκή πράξη (European Chips Act), όχι μόνο για να τονώσει την ευρωπαϊκή παραγωγή στον κρίσιμο αυτόν τομέα αλλά και για να θεμελιώσει υποχρέωση η ευρωπαϊκή παραγωγή να χρησιμοποιείται κατά προτεραιότητα εντός Ευρώπης και κατ΄απόλυτη προτεραιότητα στη χώρα παραγωγής. Ο αρμόδιος Επίτροπος κύριος Breton ασφαλώς και κάτι έχει ακούσει περί «κρατικής βοήθειας» και «ελεύθερου ανταγωνισμού», αυτό όμως είναι ψιλά γράμματα για μια αγορά που υπολογίζεται στα 50 δισ. και κυρίως που «στηρίζει» υπολογιστές και διαδίκτυο για κράτη και πολίτες.

Τρίτο, της συγκυρίας αλλά και του μέλλοντος, πεδίο: η ενέργεια. Πώς θα πέσουν οι τιμές και συγχρόνως πώς θα υπάρξει επάρκεια για μια ήπειρο, τη δική μας, στην οποία ο μεγάλος παραγωγός ενέργειας είναι όχι μόνο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η Ρωσία. Η τεχνολογία, που πάει χέρι-χέρι με τη διπλωματία, συνδέεται με την εύρεση τρόπων ώστε, αφενός, άλλες, πλην Ρωσίας (που εν τω μεταξύ προβαίνει στις δικές της συμφωνίες, αλλά με την Κίνα), χώρες παραγωγοί ενέργειας (με πρώτες τις ΗΠΑ) να προμηθεύσουν την Ευρώπη και, αφετέρου, με τι τρόπο θα πέσουν οι τιμές του πρώτου σε ζήτηση προϊόντος, του φυσικού αερίου, τη στιγμή που ανεβαίνει η ζήτηση και μειώνεται η προσφορά. Και πάλι είναι αναγκαία ρυθμιστική παρέμβαση, η οποία βρίσκεται υπό προετοιμασία και θα παρουσιαστεί στις πολιτικές ηγεσίες το Μάρτιο.

Όποιοι ισχυρίζονται ότι ζούμε σε κόσμο «ελεύθερης αγοράς» και σε εποχή «ελεύθερης πρόσβασης στην πληροφορία», ας έχουν υπόψη τους ότι φτάσαμε στο σημείο που «τεχνολογία» σημαίνει –και πάντως απαιτεί- «ρύθμιση». Και ας μην ξεχνούν, επίσης, ότι ίδιον της τεχνολογίας είναι να ξεπερνά διαρκώς την όποια προσπάθεια ρύθμισης της.