Ο νέος όρος που «φοριέται» πολύ στις δεξαμενές σκέψης παγκοσμίως είναι η «πολυκρίση». Μια έννοια που πρωτοδιατυπώθηκε το 1999 από τον Γάλλο φιλόσοφο Εντγκάρ Μοράν και την οποία είχε χρησιμοποιήσει και ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ σε ομιλία του στην Αθήνα το 2016.

Πρόκειται για καταστάσεις όπου κρίσεις σε διαφορετικά πεδία τροφοδοτούν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα η ζημιά που προκαλείται συνολικά να είναι μεγαλύτερη από εκείνη που θα επέφεραν η καθεμία χωριστά.

Η έννοια της πολυκρίσης θεωρείται διαφορετική από εκείνη του «συστημικού ρίσκου», καθώς πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο και την αβεβαιότητα, δεδομένου ότι οι κρίσεις σε διαφορετικά συστήματα (όπως η ενέργεια, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η άμυνα) μεταδίδονται από το ένα στο άλλο, ενώ ακόμα και μια μικρή διαταραχή σε κάποιο από τα μέρη ενός συστήματος μπορεί να μεταδοθεί γρήγορα και να το θέσει ολόκληρο εκτός λειτουργίας.

Η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδείνωσαν την κρίση στην ενέργεια και στα τρόφιμα, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Κάποιες κρίσεις σε ένα σύστημα οξύνουν την αστάθεια σε ένα άλλο, ενώ άλλοτε συμβαίνει το αντίθετο. Η πολιτική «μηδενικού COVID» στην Κίνα επιβραδύνει την κινεζική οικονομία, η οποία πλέον δεν μπορεί να τραβήξει προς τα πάνω τις άλλες οικονομίες και να αποτρέψει έτσι την παγκόσμια ύφεση, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν. Από την άλλη πλευρά, η επιβράδυνση στην Κίνα σημαίνει ότι μειώνεται η ζήτηση για πρώτες ύλες, επομένως οι παγκόσμιες τιμές μπορεί να πέσουν, ελαττώνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις.

Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές που ασχολούνται με το θέμα, όπως ο Adam Tooze, οι αλληλεπιδράσεις από τις κρίσεις στα επιμέρους συστήματα έχουν ανεβάσει το ρίσκο για πολύ επικίνδυνα ενδεχόμενα, όπως η παγκόσμια πείνα ή ένας πυρηνικός πόλεμος, που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας.

Το τελευταίο ενδεχόμενο μέχρι τώρα συνδεόταν με τις διαφορετικές πιθανές εξελίξεις στο μέτωπο της Ουκρανίας.

Πριν από λίγες μέρες, όμως, το γεωπολιτικό ρίσκο πήρε νέες διαστάσεις, μετά τους περιορισμούς που έθεσε το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ στις εξαγωγές επεξεργαστών (chips) στην Κίνα. Πολλοί αναλυτές θεωρούν την κίνηση αυτή ισοδύναμη με την κήρυξη πλήρους οικονομικού και τεχνολογικού πολέμου. Ακόμα και ευρωπαϊκές εταιρείες θα πρέπει να εξετάζουν πλέον εάν οι συναλλαγές τους με την Κίνα συνδέονται με προϊόντα τα οποία έχουν βάλει στη μαύρη λίστα οι ΗΠΑ. Οι χώρες που παράγουν το μεγαλύτερο ποσοστό τέτοιων επεξεργαστών είναι η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα.

Η αποκοπή της Κίνας από τέτοια προϊόντα αποτελεί στρατηγικό πλήγμα στα σχέδια του Πεκίνου για τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη, σε μια περίοδο μάλιστα όπου η χώρα μπαίνει σε δεκαετία χαμηλών εξαγωγικών ρυθμών και μεγέθυνσης του ΑΕΠ (γύρω στο 3% ετησίως από 7,7% κατά το παρελθόν).
Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι η κίνηση αυτή από τις ΗΠΑ αποδυναμώνει μεν την Κίνα και δυσκολεύει τον στόχο του Πεκίνου να μεταμορφώσει την οικονομία αναπτύσσοντας την εσωτερική αγορά για να αντισταθμίσει την απώλεια από τις εξαγωγές.

Από την άλλη πλευρά, όμως, αυξάνονται οι πιθανότητες το Πεκίνο προχωρήσει στην επανένωση με την Ταϊβάν, κάτι που αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του Κινέζου προέδρου Σι Τζιπίνγκ, αλλά και αιτία για να υπερασπιστούν στρατιωτικά οι ΗΠΑ την Ταϊβάν, όπως έχει δηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.

Είναι τόσο πολύπλοκες οι αλληλεπιδράσεις όσων συμβαίνουν εν μέσω της πολυκρίσης, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, που είναι πρακτικά αδύνατον να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις. Εκείνο που είναι βέβαιο όμως είναι ότι οι παράμετροι αστάθειας και οι παράγοντες κινδύνου ολοένα αυξάνουν.