Αναμφίβολα το ιστορικά χαμηλότερο επιτόκιο δεκαετούς ομολόγου που είχε πετύχει πέρυσι τον Ιούνιο η Ελλάδα(0.88%) δεν ήταν εύκολο να επαναληφθεί καθώς οι συνθήκες στις παγκόσμιες αγορές τον τελευταίο χρόνο έχουν μεταβληθεί άρδην. Ο πληθωρισμός καλπάζει σε όλη τη Δύση καθώς η ακρίβεια σε όλο το φάσμα των προϊόντων έχει αυξηθεί κατακόρυφα και ακόμα και οι ΗΠΑ αναγκάζονται να δανείζονται με ιστορικά υψηλά επιτόκια που φθάνουν στο 2% ενώ και τα αρνητικά επιτόκια ομολόγων της Γερμανίας μετά από τρία χρόνια, πέρασαν σε μικρή έστω θετική απόδοση.

Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών και βλέποντας και τα επιτόκια στον Ευρωπαϊκό Νότο θα μπορούσε να πει κανείς πως το επιτόκιο 1,8% που πέτυχε η χθεσινή ελληνική έκδοση 10ετούς ομολόγου δεν ήταν και άσχημη. Η ισχυρή μάλιστα προσφορά χρήματος δείχνει εμπιστοσύνη στις προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας. Και τούτο δεν στερείται βάσης καθώς όλα τα στοιχεία δείχνουν πως αν τελειώσουμε με την επιδημία κι αν δεν υπάρξουν άλλα απρόοπτα, η οικονομία μπαίνει σε ένα ενάρετο κύκλο. Τα εν εξελίξει επενδυτικά προγράμματα, οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, η δραστηριοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων αλλά και των διεθνών κεφαλαίων που αγοράζουν Ελλάδα, είναι βέβαιο που θα στηρίξουν μια ισχυρή ανάκαμψη και ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια.

Ανάπτυξη που λογικά θα διαχυθεί στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, με νέες θέσεις εργασίας και καλύτερα αμειβόμενες, αύξηση της κατανάλωσης και δημιουργίας ενός νέου πλαισίου για την επιστροφή πολλών από τους νέους μας που έφυγαν στα πέτρινα χρόνια των μνημονίων και της χρεοκοπίας.

Κι αυτά τα καλά νέα δεν ήρθαν από μόνα τους ούτε γιατί ξαφνικά τα διεθνή κεφάλαια αγάπησαν την Ελλάδα. Είδαν και βλέπουν μια σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των επενδυτών, βλέπουν μεταρρυθμίσεις, βλέπουν σημαντική πρόοδο του πλαισίου μετάβασης στην ψηφιακή εποχή (παρότι παραμένουμε τρίτοι από το τέλος στον τομέα αυτό, πάνω μόνο από Βουλγαρία και Ρουμανία) και μια στοχοπροσηλωμένη και σταθερή κυβέρνηση.

Όμως σε καμιά περίπτωση δεν είναι δεδομένο πως εφεξής θα κινούμαστε πάνω σε ράγες και θα δρέπουμε μόνο επιτυχίες.
Και μόνο το γεγονός πως έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τις εκλογές και φουντώνουν οι συζητήσεις και η σεναριολογία αν μπορεί να προκύψει εκ νέου μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, δημιουργείται ένα θέμα. Οι ξένοι το μετρούν και οι αποφάσεις τους για νέες τοποθετήσεις στην Ελλάδα λαμβάνουν υπόψη τους και το ρίσκο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων και της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης κι αυτό δεν είναι και το καλύτερο. Ανεξάρτητα λοιπόν αν οι εκλογές γίνουν μέσα στην τρέχουσα χρονιά ή στα μισά της επόμενης, το θέμα είναι να συνεχίσει η χώρα να εκπέμπει σοβαρότητα με συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των εξυγιαντικών ενεργειών στο Δημόσιο αλλά και ανέβασμα στροφών στην μετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Κι αυτό δεν είναι μόνο έργο του Πιερακάκη που ναι μεν έχει πετύχει πολλά αλλά αυτά δεν αρκούν γιατί η 4η βιομηχανική επανάσταση δεν είναι μόνο να εκδίδουμε ηλεκτρονικά τα πιστοποιητικά μας και να κατεβάζουμε στο κινητό μας τις βεβαιώσεις εμβολιασμού.

Είναι πολλά άλλα που ακόμα δεν έχουμε αγγίξει όπως η γρήγορη απόδοση δικαιοσύνης, η γρήγορη σύσταση εταιρειών, η άμεση έκδοση αδείας για επενδύσεις, με εξέταση των προσφυγών και ενστάσεων σε χρόνο dt και τόσα άλλα που φρενάρουν τις επενδύσεις. Τελευταίο παράδειγμα προς αποφυγήν, η επένδυση Προκοπίου με τα ναυπηγεία που δεν ολοκληρώνεται γιατί ένας Δήμαρχος προσφεύγει συνεχώς στα δικαστήρια.

Και ο ιδιωτικός τομέας όμως σε ένα μεγάλο βαθμό υστερεί στον εκσυγχρονισμό και στην αλλαγή μοντέλου παραγωγής που να τον καθιστά ανταγωνιστικό με ομοειδείς επιχειρήσεις του εξωτερικού.

Κυρίως όμως να αλλάξουμε φιλοσοφία και να αντιληφθούμε πως μια μικρή χώρα που δεν διαθέτει πρώτες ύλες και άλλου είδους πλούτο, πρέπει να βρει που πλεονεκτεί έναντι των άλλων κι εκεί να επενδύσει σε ιδέες και καινοτομία. Ναι δεν είναι εύκολο αλλά πάντα η αρχή είναι δύσκολη. Να γίνει όμως η αρχή κι ας αντιμετωπίσουμε μετά τις δυσκολίες. Και κυρίως ως κοινωνία να δείξουμε επιτέλους ότι έχουμε διδαχθεί από τις περιπέτειες των τελευταίων 10-12 ετών και δεν θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, είτε προσωπικά είτε συλλογικά.