Η Άγκελα Μέρκελ προσπαθεί τον τελευταίο καιρό να επαναφέρει τη γερμανική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης, πριν ολοκληρώσει τον πολιτικό της κύκλο ως καγκελάριος.

Η μακροβιότερη ηγέτης του Ομίλου των Επτά πιο βιομηχανοποιημένων οικονομιών, αντιμετώπισε τη χρηματοπιστωτική κρίση και την αναταραχή του χρέους της Ευρώπης. Όμως, κατά το τελευταίο έτος της θητείας της, καθώς τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας κακοφορμίζουν, οι βουλευτές αρχίζουν να αναρωτιούνται αν η Μέρκελ έχει το όραμα και την ενέργεια, ώστε να τα διορθώσει.

Είναι υπό συζήτηση το αν η κυρίαρχη μηχανή ανάπτυξης της Ευρώπης του 21ου αιώνα μπορεί να διατηρήσει τη διεθνή εμβέλεια της κοινής ευρωπαϊκής προσπάθειας, σε έναν κόσμο που επισκιάζεται από την εντεινόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Η ικανότητα της Γερμανίας να το κάνει φαίνεται περιορισμένη, καθώς η συνταγή που οδήγησε στη μεταπολεμική της επιτυχία, τώρα φαίνεται ανεπαρκής.

Οι ισχυρές γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχασαν την ταχύτητα και τη δύναμη με την οποία ο κλάδος τους θα προσαρμοστεί στην εποχή που μπαίνει και που αναμένεται να κυριαρχήσουν τα ηλεκτρικά οχήματα και τώρα προσπαθούν να καλύψουν τη διαφορά. Εν τω μεταξύ, οι επιθέσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στην παγκόσμια εμπορική τάξη, απειλούν το μοντέλο στο οποίο βασίζονται οι εξαγωγές της Γερμανίας.

Η χώρα της οποίας ηγείται Μέρκελ έχει επιτύχει πλεονάσματα- ρεκόρ και έχει απολαύσει αδιάλειπτη ανάπτυξη για σχεδόν μια δεκαετία, αλλά το 2019 φλέρταρε με την ύφεση. Η καγκελάριος κινδυνεύει να κληροδοτήσει στον διάδοχό της μια οικονομία η οποία θα έχει αφήσει πίσω της τις καλύτερες μέρες, εκτός και αν καταφέρει να ανασχέσει την οικονομική συρρίκνωση.

Θεωρητικά, η Μέρκελ εξακολουθεί να έχει περίπου 18 μήνες για να κυβερνήσει πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές του 2021 οι οποίες σηματοδοτούν την αρχή της επόμενης προεκλογικής εκστρατείας και το τέλος κάθε χάραξης πραγματικής πολιτικής. Για να αξιοποιήσει αυτό το χρονικό διάστημα, θα χρειαστεί να πείσει για την πολιτική της, τον εταίρο της στον κυβερνητικό συνασπισμό, τους Σοσιαλδημοκράτες δηλαδή του SPD, το οποίο αισθάνεται ότι πολύ συχνά πληρώνει το τίμημα για τη βοήθεια που παρέχει στην κυβέρνηση Μέρκελ.