Μετά από δύο εβδομάδες διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια της συνόδου COP27 στην Αίγυπτο, οι πλουσιότερες χώρες υποσχέθηκαν τη δημιουργία ενός κοινού ταμείου για την αντιστάθμιση των ζημιών που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, αλλά δεν υποστήριξαν το αφήγημα της Ευρώπης και των ΗΠΑ για μείωση της χρήσης υδρογονανθράκων.

Αντιθέτως, όπως όλα δείχνουν, ακόμα και σε είκοσι χρόνια θα υπάρχουν ασυμφωνίες όσον αφορά τη μείωση της χρήσης υδρογονανθράκων. Σύμφωνα με το Bloomberg, όμως, τα πράγματα βαίνουν καλύτερα από το αναμενόμενο. Το κύριο μέλημα δεν είναι η εξάλειψη της χρήσης υδρογονανθράκων αλλά η επίτευξη των στόχων net-zero.

Ο κύριος λόγος για τη φαινομενική ασυμφωνία μεταξύ των διαφόρων χωρών-μελών της συνόδου COP27 είναι οι σχεδόν «νομικοί» όροι βάσει των οποίων έχουν κατατεθεί οι προτάσεις. Αν ένα από τα 193 διαφορετικά κράτη διαφωνήσει με κάποιον περίπλοκο όρο, η συμφωνία δεν πρόκειται να υπογραφεί. Η απόφαση αυτή καθαυτή προφανώς δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική συμφωνία αλλά επηρεάζει ως επί το πλείστον τις προσεγγίσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων και εταιρειών σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της αντιμετώπισής του.

Τα δύο στρατόπεδα

Όσον αφορά την προσπάθεια για επίτευξη του net-zero, πολλά κράτη-μέλη του ΟΗΕ έχουν αρχίσει να νιώθουν άβολα όσον αφορά την πρόταση άρσης χρήσης πετρελαίου. Σημειωτέον πως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών συμπεριλαμβάνει 13 μέλη του ΟΠΕΚ, 11 επιπλέον μέλη του ΟΠΕΚ+ και πλήθος χωρών που δε δύναται να «απογαλακτιστούν» από το πετρέλαιο, όπως η Γουιάνα, το Κατάρ και το Τουρκμενιστάν. Για τις σχεδόν 50 αυτές αποστολές χωρών, το 1/4 δηλαδή του συνόλου, η όποια απόφαση για την σταδιακή άρση της χρήσης πετρελαίου θα σημάνει παράλληλα και δραματική συρρίκνωση των οικονομιών τους.

Ο κλάδος του άνθρακα διαφέρει πολύ από τον αντίστοιχο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Ο άνθρακας είναι δύσκολος να μεταφερθεί και πολύ ρυπογόνος, ενώ μόλις 6 χώρες είναι μεγάλοι εξαγωγείς του αγαθού. Σχεδόν καμία από αυτές δε βασίζεται στην παραγωγή άνθρακα σε ό,τι αφορά την οικονομία της όπως γίνεται με το πετρέλαιο, κάτι που διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων.

Εδώ και δεκαετίες, οι συζητήσεις όσον αφορά το κλίμα και το χάσμα που αυτές δημιουργούσαν ήταν μεταξύ των πλούσιων και των φτωχότερων χωρών. Η διχογνωμία αυτή παρέμενε στο προσκήνιο όσο η οικονομική ανάπτυξη βασιζόταν στην αύξηση της χρήσης ενεργειακών πόρων, κάτι το οποίο μετέτρεπε το ερώτημα της μείωσης της χρήσης ρυπογόνων μορφών ενέργειας σε υπαρξιακό πρόβλημα για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Αυτό που έχει αλλάξει από τότε, όμως, είναι το γεγονός πως οι νέες, καθαρότερες μορφές ενέργειας έχουν εξελιχθεί και έχουν γίνει φθηνότερες. Η νέα πραγματικότητα αυτή έχει, πια, δημιουργήσει δύο διαφορετικά «στρατόπεδα» μεταξύ των εξαγωγέων και εισαγωγέων ενέργειας, κάτι που διαφαίνεται και από την αλλαγή στρατηγικής προσέγγισης της Ινδίας η οποία, έχοντας πλουτίσει από την χρήση ρυπογόνας ενέργειας, είναι πια προετοιμασμένη να προσυπογράψει τους στόχους για επίτευξη του net-zero.

Οι επιλογές της εκάστοτε πλευράς είναι περιορισμένες. Εάν πρόκειται για μία χώρα η οποία βασίζεται στην εξαγωγή πετρελαίου, δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Το πετρέλαιο έχει μετατρέψει τις χώρες αυτές σε πλούσια κράτη με διεθνή επιρροή, ξεπερνώντας σε μέγεθος τις οικονομίες που βασίζονται σε λοιπά εμπορεύματα.

Για τους εισαγωγείς, το αφήγημα είναι αντίθετο. Αυτό που ζητούν οι πολίτες των χωρών αυτών είναι φθηνά τρόφιμα και ενέργεια. Μετά από έναν αιώνα και πλέον της πρωτοκαθεδρίας του πετρελαίου και των λοιπών υδρογονανθράκων, όμως, υπάρχουν εναλλακτικές. Ως παράδειγμα, το Bloomberg τονίζει πως δεν ενδιαφέρει κανέναν εάν το μηχανάκι του είναι ηλεκτρικό ή βενζινοκίνητο, αρκεί το κόστος να είναι περιορισμένο.

Η ενεργειακή κρίση του 2022 έχει επιταχύνει τη μετάβαση αυτή. Την τελευταία φορά που η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με κρίση τέτοιου είδους και μεγέθους ήταν τη δεκαετία του ‘80 όταν η ιρανική επανάσταση και ο πόλεμος μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ είχαν μειώσει την προσφορά πετρελαίου, ενώ οι προσπάθειες καταπολέμησης του πληθωρισμού στις ΗΠΑ μείωσαν, παράλληλα, τη ζήτηση. Η κατανάλωση πετρελαίου κατέγραψε μείωση της τάξης του 10% σε μία τριετία μέχρι το 1982.

H κύρια διαφορά από τότε είναι η ύπαρξη των εναλλακτικών και πολλές φορές φθηνότερων επιλογών. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε αντίθεση με το φυσικό αέριο και τον άνθρακα αποτελούν φθηνότερες επιλογές για τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού. Στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα έχουν ήδη χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τα βενζινοκίνητα. Ακόμα και το φυσικό αέριο το οποίο χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία των χημικών πρόκειται σύντομα να αντικατασταθεί από το πράσινο υδρογόνο.

Το εγγύς ενεργειακό μέλλον θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο για τις χώρες οι οποίες βασίζονται στις εξαγωγές υδρογονανθράκων αλλά τον πρώτο λόγο θα έχουν οι ίδιοι οι καταναλωτές. Τα μακροοικονομικά δεδομένα τους ωθούν ήδη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ παράλληλη είναι και η επίδραση που ασκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αυτό που χρειάζεται ο πλανήτης δεν είναι μία στομφώδης κοινή ανακοίνωση από τον ΟΗΕ αλλά πραγματική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η ριζική αλλαγή η οποία λαμβάνει χώρα σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου δεν έχει σχέση με τη σύνοδο στην Αίγυπτο και τη διπλωματία, αλλά την πραγματική οικονομία και τις ανάγκες των πολιτών.

Διαβάστε ακόμα

Περιορισμένη παραμένει η ζήτηση για πετρέλαιο στην παγκόσμια αγορά

Μητσοτάκης: Πρώτο μας μέλημα τα παιδιά να είναι ασφαλή – Απόλυτη εμπιστοσύνη στο νέο ΔΣ της Κιβωτού

Κώστας Καραμανλής: Το Μετρό Θεσσαλονίκης μπαίνει στην τελική του φάση (pics+vid)